Είναι μια διαδικασία που θέλει πολύ χρόνο κι ακόμη περισσότερη υπομονή. Και οι γονείς αναλαμβάνουν αυτό τον δύσκολο ρόλο με αυτή την πρόκληση: Να δείχνουν υπομονή και να χειρίζονται με ψυχραιμία ό,τι προκύπτει.
Καμιά φορά, η κούραση, το βάρος της ευθύνης και το άγχος αφαιρούν από τους γονείς την ιδιότητα αυτής της ψυχραιμίας. Κάποτε, ως άνθρωποι και αυτοί, χάνουν την υπομονή τους, λυγίζουν και ξεσπούν. Ο τόνος της φωνής σηκώνεται και το ύφος αγριεύει. Μαλώνουν τα παιδιά φωνάζοντας.
Οι περισσότεροι ξέρουν ότι οι φωνές τρομάζουν και στρεσάρουν τα παιδιά. Σύμφωνα με τον δρ. Aldrich Chan, νευροψυχολόγο και ιδρυτή του Κέντρου Νευροψυχολογίας και Συνείδησης (CNC) στο Μαϊάμι, όμως, αυτό δεν είναι το μόνο που παθαίνουν τα παιδιά από τις φωνές. Και ίσως, όταν οι γονείς μάθουν όλο το φάσμα των επιπτώσεων που προκαλούν στην υγεία των παιδιών τους, θα το σκεφτούν διπλά την επόμενη φορά που θα αισθανθούν την ανάγκη να υψώσουν τη φωνή τους.
Τι συμβαίνει στον εγκέφαλο ενός παιδιού που αντιμετωπίζει λεκτική και ψυχολογική βία;
Τα παιδιά βιώνουν έντονο άγχος όταν ο γονιός φωνάζει. Όταν η απόκριση στο στρες ξεκινά, απελευθερώνεται κορτιζόλη σε πολλές περιοχές του εγκεφάλου, που επηρεάζονται αρνητικά από αυτή τη χημική διεργασία. Τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι το άγχος λειτουργεί αρνητικά για έναν υπό ανάπτυξη εγκέφαλο.
Χάνει την ικανότητα να σκέφτεται ορθολογικά
Μεταξύ των περιοχών του εγκεφάλου που επηρεάζονται από την έκκριση κορτιζόλης είναι και ο προμετωπιαίος φλοιός, μια περιοχή που είναι υπεύθυνη για την ορθολογική σκέψη, τη λήψη αποφάσεων και τη συναισθηματική ρύθμιση. «Ο προμετωπιαίος φλοιός μπορεί να ανασταλεί ή να γίνει λιγότερο ενεργός σε στιγμές υψηλού στρες, όπως είναι αυτή όπου ένας γονέας φωνάζει στο παιδί του», λέει ο δρ. Chan, προσθέτοντας ότι αυτή η αναστολή «μπορεί να βλάψει την ικανότητα του παιδιού να σκέφτεται ορθολογικά και να παίρνει λογικές αποφάσεις». Με άλλα λόγια, εάν φωνάζεις στο παιδί σου επειδή έκανε κάτι ανόητο, μπορεί στην πραγματικότητα να επιδεινώνεις ακόμη περισσότερο την ικανότητά του να σκεφτεί και να λειτουργήσει με σύνεση.
Ο ειδικός υπογραμμίζει ότι εάν οι φωνές είναι μια πάγια τακτική του γονέα, μπορεί, σε βάθος χρόνου, να αλλάξει τη δομή του εγκεφάλου και να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμες αλλαγές στην ανάπτυξή του. Μια μελέτη του 2021 που δημοσιεύτηκε στο Chronic Stress διαπίστωσε ότι η αναστολή της δραστηριότητας στον προμετωπιαίο φλοιό οδηγεί σε αλλαγές, που μπορούν να μεταφραστούν σε γνωστική εξασθένηση.
Η μνήμη του επιδεινώνεται
Δεν είναι, όμως, μόνο ο προμετωπιαίος φλοιός που επηρεάζεται όταν φωνάζουμε στα παιδιά μας. «Η επανειλημμένη έκθεση σε φωνές μπορεί να επηρεάσει αρνητικά μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι ζωτικής σημασίας για τη μάθηση και τη μνήμη και να βλάψει την ικανότητα σχηματισμού νέων αναμνήσεων και ανάκτησης υπαρχουσών», επισημαίνει ο δρ. Chan. Μια μελέτη του 2006 από το Annals of the New York Academy of Sciences περιγράφει αυτή την περιοχή του εγκεφάλου ως προσαρμοστική και ιδιαίτερα ευάλωτη στην κορτιζόλη: «Η δομική πλαστικότητα ως απάντηση στο επαναλαμβανόμενο στρες ξεκινά ως μια προσαρμοστική και προστατευτική απόκριση, αλλά καταλήγει ως ζημιά εάν δεν επιλυθεί η ανισορροπία στη ρύθμιση των βασικών διαμεσολαβητών». Επιπλέον, ο εγκέφαλος των παιδιών έχει αυξημένη πλαστικότητα λόγω του γεγονότος ότι εξακολουθούν να αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς. Έτσι, οι επιπτώσεις του χρόνιου στρες από τις φωνές μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονες.
Κινδυνεύει με διαταραχή της διάθεσης
Μια περιοχή του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για την παραγωγή σεροτονίνης, μιας χημικής ουσίας που καθορίζει τη διάθεση, επηρεάζεται επίσης από την έκκριση κορτιζόλης. Μια σχετική μελέτη του 2010 που δημοσιεύτηκε στο Handbook of Behavioral Neuroscience, έδειξε ότι το άγχος έχει αρνητική επίδραση στη νευροδιαβίβαση της σεροτονίνης. «Οι φωνές μπορεί να επηρεάσουν την ισορροπία των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο, καθώς το υπερβολικό στρες και η απελευθέρωση κορτιζόλης επηρεάζουν τη ρύθμιση νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη, η οποία είναι σημαντική για τη ρύθμιση της διάθεσης», εξηγεί ο ειδικός. Και ενώ οι γονείς μπορεί να πιστεύουν ότι οι φωνές θα βελτιώσουν τη συμπεριφορά ενός παιδιού, όταν η ρύθμιση της διάθεσης «υποφέρει», είναι φυσικό η συμπεριφορά να ακολουθεί το παράδειγμά της.
Συμπερασματικά, η τακτική της υψωμένης φωνής μπορεί να οδηγήσει σε ένα ευρύ φάσμα συνεπειών στην πραγματική ζωή για τα παιδιά, συμπεριλαμβανομένης της συναισθηματικής αστάθειας, της δυσκολίας στη δημιουργία σχέσεων εμπιστοσύνης, της αυξημένης επιθετικότητας, της ανυπακοής και παρορμητικότητας, καθώς και σε ζητήματα προσοχής, καταλήγει ο δρ. Chan, προσθέτοντας ότι «οι αλλαγές αυτές δεν είναι απαραιτήτως μόνιμες, αλλά μπορεί να απαιτούν παρέμβαση και υποστήριξη για να μετριαστούν».