Ο διαλογισμός είναι μια πρακτική όπου η προσοχή μας είναι είτε εστιασμένη σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο (στην αναπνοή, σε ένα αναμμένο κερί, σε ένα σημάδι στον τοίχο, στην αίσθηση του Είμαι ή αλλού), είτε εντελώς χαλαρή στη θέση του παρατηρητή που επιτρέπει σε όλα τα φαινόμενα να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται.
Ο διαλογισμός δεν είναι απλώς μια άσκηση χαλάρωσης. Η χαλάρωση ή η πνευματική ευεξία που μπορεί να νιώσουμε είναι το φυσικό επακόλουθο της πρακτικής του.
Σκοπός του διαλογισμού δεν είναι να πετύχουμε κάτι ή να ελέγχουμε τις σκέψεις, αλλά να μάθουμε να παρατηρούμε αυτά που συμβαίνουν μέσα μας σε επίπεδο σκέψεων, αισθήσεων και συναισθημάτων. Ο απώτερος σκοπός είναι να τα βιώνουμε αυτά χωρίς αντίσταση, κριτική, ερμηνείες και άλλες προβολές που έρχονται από την αίσθηση του ατόμου (το εγώ).
- Καθόμαστε σε μια καρέκλα ή στο πάτωμα οκλαδόν πάνω σε ένα μαξιλάρι, με όρθια τη σπονδυλική στήλη. Ακουμπάμε χαλαρά τα χέρια πάνω στα πόδια, ή μπροστά από την κοιλιά το ένα πάνω στο άλλο (και στις δύο περιπτώσεις με τις παλάμες προς τα πάνω).
- Χωρίς να προσπαθούμε να ελέγξουμε κάτι, κλείνουμε τα μάτια και μπαίνουμε σιγά σιγά στη θέση του παρατηρητή. Παρατηρούμε την κίνηση που δημιουργείται από την αναπνοή στην κοιλιά ή στο θώρακα, την πίεση στο σώμα από την καρέκλα ή το πάτωμα, τον αέρα που εισέρχεται στα ρουθούνια δροσερός και εξέρχεται ζεστός, τυχόν σκέψεις που έρχονται και φεύγουν, ήχους από το περιβάλλον, κ.ά.
- Το πιο πιθανό είναι κάποια στιγμή να αποσπαστεί η προσοχή και να απορροφηθεί από τις σκέψεις. Σε αυτή την περίπτωση παρατηρούμε αυτό το φαινόμενο και επιστρέφουμε την προσοχή μας στην αναπνοή.
Αν κατά τη διάρκεια του διαλογισμού νιώσουμε δυσφορία στο σώμα από την ακινησία, βαρεμάρα, αμφιβολίες ("το κάνω σωστά;") ή υπνηλία, η καλύτερη στάση είναι να τα παρατηρήσουμε και αυτά ως φαινόμενα που εμφανίζονται στην επίγνωσή μας. Με τον καιρό το σώμα θα συνηθίσει στην ακινησία. Η αίσθηση της βαρεμάρας είναι μια ψυχική κατάσταση που δεν διαφέρει από άλλες αισθήσεις την ώρα του διαλογισμού. Οι αμφιβολίες εμφανίζονται επειδή ο νους προσπαθεί να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει αυτή την κατάσταση, ωστόσο δεν παύουν να είναι και αυτές παρατηρούμενες σκέψεις. Εάν νιώσουμε υπνηλία, πάλι η παρατήρηση αυτής της αίσθησης είναι η καλύτερη στάση. Ο διαλογισμός είναι μια κατάσταση πνευματικής εγρήγορσης, διαύγειας και παρουσίας, το ακριβώς αντίθετο από τον ύπνο. Στην περίπτωση που η αίσθηση της υπνηλίας επιμένει ή γίνεται εντονότερη, μπορούμε να μετράμε τις εισπνοές και τις εκπνοές για να διατηρήσουμε την εγρήγορσή μας. Εάν είμαστε πολύ κουρασμένοι καλύτερα θα ήταν να κοιμηθούμε και να κάνουμε διαλογισμό όταν θα είμαστε ξεκούραστοι.
Παρότι ξεκινάμε να κάνουμε διαλογισμό σε ελεγχόμενες συνθήκες, σε ένα δωμάτιο μόνοι μας, σε ησυχία χωρίς να μας ενοχλεί κανείς, σκοπός είναι να μεταφέρουμε αυτή τη στάση στην καθημερινότητα και στις δραστηριότητές μας. Όταν περιμένουμε κάπου, όταν περπατάμε, όταν ακούμε κάποιον να μιλάει, όταν σκεφτόμαστε ή όταν πλένουμε τα χέρια μας, οτιδήποτε και αν κάνουμε, μπορούμε να έχουμε επίγνωση ότι είμαστε παρόντες, γνωρίζοντας τι συμβαίνει μέσα μας και πού βρίσκεται η προσοχή μας. Έτσι βλέπουμε ότι ο διαλογισμός δεν είναι απλώς μια πρακτική που κάνουμε για περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά μια πνευματική κατάσταση που διαμορφώνει τον εσωτερικό μας κόσμο και επηρεάζει ό,τι κάνουμε στη ζωή μας.
Ηρώ Παπαδοπούλου
Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας
Συμβουλευτική - Mindfulness - Αυτογνωσία
Διαβάστε επίσης: