Σε αυτό το άρθρο θα εστιάσουμε στην τελευταία περίπτωση, μολονότι η ερώτηση "τι θέλω" αποτελεί ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο και για τις υπόλοιπες περιπτώσεις.
Όταν κάποιος έρχεται αντιμέτωπος με μια ανεπιθύμητη συμπεριφορά ενός άλλου, συνήθως δημιουργούνται μέσα του συναισθήματα θυμού, απογοήτευσης ή αδικίας και αυτά τα συναισθήματα εξωτερικεύονται με τη γκρίνια.
Η στάση αυτή είναι ο ορισμός της αντίστασης σε αυτό που συμβαίνει, της μη αποδοχής της κατάστασης και της αίσθησης περιορισμού. Γκρινιάζοντας σημαίνει ότι εντοπίζουμε την ευθύνη -και άρα τον έλεγχο- για την ψυχολογική μας κατάσταση έξω από εμάς.
Είναι χρήσιμο να επισημάνουμε ότι η γκρίνια δεν αφορά μόνο τη στάση μας απέναντι σε ένα άλλο άτομο, αλλά είναι μια διαδικασία που μπορεί να συμβαίνει εσωτερικά με το αναμάσημα των αρνητικών σκέψεων και συναισθημάτων γύρω από μια κατάσταση.
Ωστόσο, όσο ικανοποιητική και να είναι πρόσκαιρα η γκρίνια, το να προσδιορίζουμε την πηγή της δυσφορίας έξω από εμάς, μακροπρόθεσμα έχει αρνητικά αποτελέσματα. Περιορίζεται η ικανότητά μας να διαχειριστούμε αποτελεσματικά και δίκαια το όποιο ζήτημα, πράγμα που με τη σειρά του ενισχύει τη στάση της γκρίνιας απέναντι στην κατάσταση και καταλήγει στη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου. Αντί να αναλάβουμε δράση προς αποτελεσματική επίλυση του όποιου ζητήματος, εκτονωνόμαστε για λίγο γκρινιάζοντας μέχρις ότου κάποιο είδος δυσφορίας επανέλθει και ξαναθέσει σε λειτουργία τον ίδιο μηχανισμό. Αυτή η συνθήκη όμως δεν επιλύει τα ζητήματα, αλλά ανατροφοδοτεί και ενισχύει τη δυσφορία.
Όσο βασίζουμε τη δική μας ικανοποίηση ή ηρεμία σε ανθρώπους και καταστάσεις έξω από εμάς, καθιστούμε τον εαυτό μας έρμαιό τους. Από την άλλη πλευρά, εστιάζοντας σε εμάς, ανακτούμε τον έλεγχο, "κρατάμε και το μαχαίρι και το καρπούζι".
Εστιάζοντας στο πώς νιώθουμε και στο τι σκεφτόμαστε, ανακαλύπτουμε τις πρωταρχικές αιτίες της δυσφορίας, που συνήθως είναι η ματαίωση κάποιας επιθυμίας, ο φόβος τού να παρθεί μια λάθος ή ζημιογόνος απόφαση, ή η ενεργοποίηση κάποιας περιοριστικής πεποίθησης.
Αντί να δαπανούμε ενέργεια στην ενασχόληση με αντικείμενα έξω από εμάς, είναι πιο ωφέλιμο να κάνουμε στροφή 180 μοιρών και να ακολουθήσουμε δύο βήματα: να εστιάσουμε σε εμάς διοχετεύοντας την ενέργειά μας στην αναγνώριση αυτών που συμβαίνουν μέσα μας και να θέσουμε την εξής απλή ερώτηση: "Τι θέλω;", με την έννοια τού "γιατί αντιδρώ έτσι; τι περιμένω; τι προσδοκώ;".
Με αυτήν την ερώτηση στρέφουμε την προσοχή σε εμάς, αποσαφηνίζοντας τις δικές μας προτεραιότητες και ανάγκες, αναγνωρίζοντας το δικό μας τρόπο σκέψης και τα συναισθήματά μας. Το σύνηθες είναι να αλληλεπιδρούμε με τις σκέψεις μας, τα συναισθήματά μας, με άλλους ανθρώπους και καταστάσεις σε ένα επιδερμικό επίπεδο. Αλληλεπιδρούμε δηλαδή με τα προϊόντα των βαθύτερων αιτιών που προκαλούν δυσφορία και δεν αντιλαμβανόμαστε τις αιτίες καθαυτές.
Για παράδειγμα, κάποιος που θυμώνει με ένα πρόσωπο του κοντινού του περιβάλλοντος, βιώνει και εκφράζει θυμό και επιχειρηματολογεί υπέρ του θυμού του. Όμως, με λίγη διερεύνηση των σκέψεων και των συναισθημάτων του, μπορεί να δει πως η αιτία του θυμού του σε πρώτο επίπεδο είναι ότι περιμένει από τον άλλον να συμπεριφέρεται (ή να μην συμπεριφέρεται) με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ενώ σε δεύτερο επίπεδο η αιτία του θυμού του είναι η πυροδότηση της αίσθησης αδικίας ή ανασφάλειας μέσα του, από τη συμπεριφορά του άλλου.
Ρωτώντας λοιπόν "τι θέλω", διερευνούμε το πώς νιώθουμε και οδηγούμαστε στις πρωταρχικές αιτίες της δυσφορίας μας. Θέλω να νιώθω ασφαλής, θέλω να με αναγνωρίζουν, θέλω να με σέβονται, κ.ο.κ. Σε αυτό το σημείο, μπορούμε πια να δουλέψουμε προς την εκπλήρωση των βαθύτερων αναγκών και επιθυμιών μας, που καθορίζουν και τις δευτερογενείς ανάγκες και επιθυμίες μας.
Σε αντίθεση λοιπόν με το "μού φταίει ο τάδε, μού φταίει το δείνα", ή "τι να κάνω;", χρησιμοποιούμε την ερώτηση "Τι θέλω;". Μας συμφέρει και αξίζει τον κόπο να απαρνηθούμε την πρόσκαιρη ικανοποίηση που προσφέρει η γκρίνια. Όταν για κάποιο λόγο εμφανιστεί, μπορούμε πια να την αξιοποιήσουμε.
Ηρώ Παπαδοπούλου