Πολλές φορές σκεφτόμαστε για τον εαυτό μας ή για άλλους όταν έχουμε πολλές αποτυχίες στη ζωή μας, ότι είμαστε ή είναι ανίκανοι, άχρηστοι ή αποτυχημένοι (με την έννοια της γενικής αποτυχίας στη ζωή, όχι των σποραδικών αποτυχιών).
Πριν εξετάσουμε κατά πόσο είναι εύστοχη αυτή η κριτική του εαυτού ή των άλλων, θα χρειαστεί να διευκρινίσουμε κάτι πολύ σημαντικό: Όλ’ αυτά τα ελαττώματα όπως «ανίκανος», «άχρηστος», «ανάξιος», «αποτυχημένος» κ.λπ. στην ουσία δεν σημαίνουν ότι κάποιος δεν είχε τις απαιτούμενες δυνατότητες απέναντι στις όποιες αντικειμενικές δυσκολίες για να καταφέρνει πράγματα. Δεν σημαίνουν ότι του έλλειπαν π.χ. νοημοσύνη, γνώσεις, ταλέντα, ικανότητα να μαθαίνει, σωματική ακεραιότητα κ.λπ., αλλά ότι από τεμπελιά, δειλία, έλλειψη δύναμης θέλησης, ψυχική αδυναμία και άλλα ελαττώματα δεν χρησιμοποίησε τις δυνατότητες που είχε.
Ασφαλώς βιαζόμαστε μερικές φορές σε περίπτωση αποτυχιών να βγάλουμε συμπεράσματα ότι όντως δεν είχαμε ικανότητες, όμως αυτό κατά βάθος δεν το πιστεύουμε. Αν ήμασταν απόλυτα πεπεισμένοι ότι ναι μεν η φύση μας έδωσε λίγες ικανότητες, αλλά εμείς κάναμε ό,τι καλύτερο μπορούσαμε για να τις αξιοποιήσουμε, τότε παρά τις αποτυχίες μας, θα νοιώθαμε ήρεμοι και ευχαριστημένοι από τους εαυτούς μας και ο ένας από τον άλλον.
Για το ότι αξιοποιούμε μόνο μέρος των ικανοτήτων μας με αποτέλεσμα να έχουμε αποτυχίες στη ζωή μας, ευθύνονται αρνητικές πεποιθήσεις που έχουμε για τον εαυτό μας, σχεδόν κατά κανόνα εξ’ αιτίας δυσάρεστων εμπειριών στην παιδική μας ηλικία όπως «είμαι ανάξιος, ανίκανος, άχρηστος, αδύναμος κ.λπ.». Αυτές οι πεποιθήσεις επηρεάζουν την απόδοσή μας με διάφορους τρόπους όπως:
• Μας αναστέλλουν από το να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι ή αν προσπαθήσουμε, απέχουμε πολύ από το να βάλουμε τα δυνατά μας, για δύο λόγους:
α) Το θεωρούμε μάταιο («αφού είμαι π.χ. ανίκανος τι νόημα έχει να προσπαθήσω ή τι νόημα έχει να προσπαθήσω παραπάνω από λίγο;»).
β) Η περίπτωση της αποτυχίας μας φαίνεται όχι ως αυτό που είναι, μία ευκαιρία δηλαδή για μάθηση από τα λάθη μας και πρόοδο, αλλά ως κάτι καταστροφικό. Και μας φαίνεται ως κάτι καταστροφικό, γιατί με αφορμή μία αποτυχία, διεγείρονται μέσα μας οι αρνητικές πεποιθήσεις που τρέφουμε για τον εαυτό μας που πονάνε πάρα πολύ. Αποφεύγουμε λοιπόν την προσπάθεια για να αποφύγουμε τον πόνο τον οποίο θα πυροδοτήσει μία πιθανή αποτυχία.
• Όταν έχουμε αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας, πολλές φορές ακόμα κι αν συνειδητά καταβάλουμε σκληρή προσπάθεια, υποσυνείδητα σαμποτάρουμε μία αρχικά καλή πορεία προς έναν στόχο, γιατί φοβόμαστε όχι μόνο την αποτυχία, αλλά και την επιτυχία. Ο λόγος είναι ότι μία επιτυχία θα κλονίσει μέσα μας τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας κι αυτό θα μας γεννήσει δύο ειδών φόβους:
Ο ένας φόβος είναι ότι αν δεν είμαστε τελικά τόσο ανίκανοι, ανάξιοι κ.λπ. όσο πιστεύουμε, τότε οφείλουμε να κάνουμε πολύ περισσότερα πράγματα απ’ αυτά που συνήθως κάνουμε. Όμως φοβόμαστε πολύ να κάνουμε αυτά τα περισσότερα πράγματα λόγω του ότι φοβόμαστε πολύ τον κίνδυνο μιας πιθανής αποτυχίας η οποία θα πυροδοτήσει τις αρνητικές πεποιθήσεις μέσα μας.
Ένας άλλος φόβος είναι ότι αν αποδειχθεί ότι δεν είμαστε τόσο ανεπαρκείς όσο πιστεύουμε, θα κλονιστεί συθέμελα η εμπιστοσύνη μας στην κρίση μας, αφού πέσαμε για τόσα πολλά χρόνια, τόσο έξω στην εκτίμηση του ίδιου μας του εαυτού.
Τέλος, ένας τρίτος και πολύ βαθύς φόβος είναι ότι αν δεν είμαστε τόσο ανίκανοι, ανάξιοι κ.λπ. όσο πιστεύουμε, τότε ποιοι είμαστε; Επειδή έχουμε ταυτιστεί με μία αρνητική εικόνα του εαυτού μας, θα νοιώσουμε μία αίσθηση απώλειας ταυτότητας που μοιάζει με τον φόβο του θανάτου.
• Οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας, μάς οδηγούν πολλές φορές στο να επιλέγουμε στόχους που δεν μας ταιριάζουν πραγματικά, δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές επιθυμίες μας, σ’ αυτά που μας αρέσουν, στα ταλέντα μας, οπότε είναι επόμενο να αποτυγχάνουμε.
Πράγματι, όταν έχουμε πεποιθήσεις του τύπου «δεν αξίζω να με αποδέχονται, να με αγαπούν, να με σέβονται», «είμαι αδύναμος, ανίκανος», κ.λπ., πολλές φορές τις επιλογές μας κατευθύνει ο φόβος της απόρριψης από διάφορα πρόσωπα του περιβάλλοντός μας ή γενικά από την κοινωνία και όχι το τι μας ταιριάζει πραγματικά.
Αυτό γίνεται διότι ο φόβος αυτός είναι πολύ μεγάλος και είναι πολύ μεγάλος, γιατί μία ενδεχόμενη απόρριψη από τους άλλους θα πυροδοτήσει μέσα μας τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας και θα πονέσουμε πολύ. Έτσι εξηγείται γιατί π.χ. κάποιος επιλέγει να κάνει το επάγγελμα που του υποδεικνύει ο πατέρας του ενώ δεν του ταιριάζει.
Φοβάται την απόρριψη του πατέρα του, για την ακρίβεια τον πόνο που θα του γεννήσει η διέγερση των αρνητικών πεποιθήσεων που έχει για τον εαυτό με αφορμή την απόρριψη του πατέρα του.
Μία γυναίκα παντρεύεται έναν άντρα γιατί αυτόν εγκρίνει η μητέρα της (ενώ θα της ταίριαζε καλύτερα ένας άντρας που δεν τυγχάνει της αποδοχής της μητέρας της), ακριβώς γιατί δεν αντέχει τον πόνο από τις αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό της που θα ενεργοποιηθούν από την απόρριψη της μητέρας της.
Το αποτέλεσμα στην πρώτη περίπτωση μπορεί να είναι μία αποτυχημένη καριέρα και στη δεύτερη ένας αποτυχημένος γάμος, όχι όμως διότι αυτοί οι άνθρωποι είναι ανίκανοι ή αποτυχημένοι, αλλά επειδή σε τελευταία ανάλυση έχουν έντονες αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό τους.
– Στον ερωτικό τομέα επιπλέον των παραπάνω, παρ’ όλο που συνειδητά θέλουμε μία επιτυχημένη σχέση, κατά βάθος την φοβόμαστε πιο πολύ απ’ όσο την θέλουμε.
Ο λόγος είναι ότι αν αυτή συμβεί, θα εκτεθούμε στον κίνδυνο της απώλειάς της και αυτό θα μας πονέσει πάρα πολύ επειδή θα διεγερθούν μέσα μας οι αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό μας (δεν αξίζω να με αγαπούν, να με θέλουν, να με αποδέχονται, να με υπολογίζουν, είμαι κάτι κακό κ.λπ.).
Έτσι το υποσυνείδητό μας «σκηνοθετεί» αποτυχίες στον ερωτικό τομέα για να μας προφυλάξει απ’ αυτόν τον πόνο. Αυτό μπορεί να το κάνει με το να μας γεννάει ερωτικά συναισθήματα για πρόσωπα που δεν μας ταιριάζουν πραγματικά, ή για πρόσωπα τα οποία μας ταιριάζουν, αλλά δεν υπάρχει ανταπόκριση εκ μέρους τους ή υπάρχει αμοιβαιότητα αλλά διάφορες αντικειμενικές συνθήκες εμποδίζουν την σχέση μαζί τους.
Μπορεί ακόμα το υποσυνείδητό μας να μας «κρυώνει» συναισθηματικά με αφορμή διάφορα προβλήματα που τα μεγεθύνουμε στο μυαλό μας ή και χωρίς αφορμή, να μας κάνει να χάνουμε την σεξουαλική μας όρεξη, να μας οδηγεί σε μία απιστία και εν συνεχεία να μας κάνει να διαπράξουμε λάθη που θα οδηγήσουν στην αποκάλυψή της, ώστε τελικά η σχέση μας να διαταραχθεί, κ.ά.
Όλα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: να μην δεθούμε πολύ συναισθηματικά με ένα πρόσωπο από τον υποσυνείδητο φόβο του πόνου της απώλειας που με τη σειρά του τροφοδοτείται αποκλειστικά από αρνητικές πεποιθήσεις για τον εαυτό.
Βασίλης Γιαννακόπουλος
Ψυχίατρος