Πολύ σπάνια μιλάμε για την ποιότητα ζωής, ή αλλιώς, το βιοτικό επίπεδο. Ειδικά μέσα στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, οι προτεραιότητές μας μετατοπίστηκαν προς τα απαραίτητα αγαθά επιβίωσης και την εργασία, ενώ η ποιότητα ζωής θεωρείται σχεδόν πολυτέλεια.
Για να ζει κανείς ποιοτικά υπάρχουν ορισμένες προϋποθέσεις, και θα τις εξετάσουμε εδώ ξεκινώντας από μέσα προς τα έξω.
Τα θεμέλια για μια ποιότητα ζωής ξεκινάνε από τον εαυτό μας. Δηλαδή από τη σχέση που έχουμε με αυτά που συμβαίνουν μέσα μας σε επίπεδο σκέψεων, αισθήσεων και συναισθημάτων. Αν η σχέση αυτή είναι συνειδητή, σημαίνει ότι έχουμε μάθει να παρατηρούμε και να κατανοούμε αυτά τα φαινόμενα, παρά να αναζητούμε τις αιτίες τής δυσφορίας μας έξω από εμάς ή να κατηγορούμε τους άλλους.
Όταν λειτουργούμε συνειδητά, επηρεάζονται και οι σχέσεις μας με τους άλλους, κάτι που σημαίνει ότι επιθυμούμε να αλληλεπιδρούμε πλέον με συνειδητούς ανθρώπους, παρά με ασυνείδητους που καθοδηγούνται από τον ασυνείδητο προγραμματισμό τους, τους φόβους και τις ανασφάλειές τους.
Στο αμέσως επόμενο εξωτερικό επίπεδο, η ποιότητα ζωής καθορίζεται από το χώρο στον οποίο περνάμε τις περισσότερες ώρες της ημέρας, αλλά και της νύχτας: το σπίτι μας. Μια καλή ποιότητα ζωής προϋποθέτει ένα σπίτι καθαρό, σε τάξη, φωτεινό, που μπορεί να παρέχει τις αναγκαίες ανέσεις που χρειάζεται κάθε άνθρωπος: νερό, ηλεκτρισμός, αυτόνομη θέρμανση, πάρκινγκ (αν γίνεται χρήση οχήματος), ησυχία και μια ευχάριστη ατμόσφαιρα που εμπνέει ηρεμία και ισορροπία.
Ως προς τον παράγοντα "ησυχία", να επισημάνουμε μόνο πως έρευνες έχουν δείξει ότι ο άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει σε πολλές και διάφορες καταστάσεις, εκτός από μία: το θόρυβο. Ο θόρυβος έχει την ιδιότητα να ταράζει το νευρικό σύστημα με τέτοιο τρόπο που να μην μπορεί να προσαρμοστεί σ' αυτόν. Επομένως, το ήσυχο περιβάλλον πρέπει να θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για μια καλή ποιότητα ζωής.
Σε ακόμα πιο εξωτερικό επίπεδο, η ποιότητα ζωής καθορίζεται από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται το σπίτι μας, είτε αυτό είναι χωριό, είτε πόλη, μικρή ή μεγάλη.
Η σύγχρονη ζωή στα χωριά, δυστυχώς, είναι αρκετά περιοριστική και δύσκολη. Πολλά χωριά ακόμα είναι ερημωμένα πολλούς μήνες το χρόνο, δεν έχουν φαρμακεία και υπηρεσίες περίθαλψης και δεν διαθέτουν τις απαραίτητες υποδομές για πρόσβαση στο διαδίκτυο. Επαγγελματικά μπορεί να ασχοληθεί κανείς σχεδόν αποκλειστικά μόνο με αγροτικές ή κτηνοτροφικές εργασίες. Στα πλεονεκτήματα βρίσκει φυσικά κανείς τον πιο ήρεμο τρόπο ζωής, τον καθαρό αέρα και την άμεση επαφή με τη φύση (η οποία για να εκτιμηθεί σωστά, απαιτεί και αυτή ένα καθαρό μυαλό).
Αν αφαιρέσουμε την επιλογή του χωριού, μένουμε με τη σύγκριση μεταξύ μιας μεγάλης και μιας μικρής πόλης. Η μεγάλη πόλη έχει αρκετά μειονεκτήματα, όπως η δυσκολία στις μετακινήσεις και ο αντίστοιχος χρόνος που απαιτείται γι' αυτές, ο μολυσμένος αέρας, ο θόρυβος, η έλλειψη χώρου, το υψηλότερο κόστος ζωής, η απουσία της φύσης, το στρίμωγμα -είτε στα μέσα μαζικής μεταφοράς είτε στα διαμερίσματα- και άλλα.
Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των μεγάλων πόλεων είναι η προσφορά θέσεων εργασίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αν εξετάσει κανείς το θέμα ιστορικά, θα δει ότι το πρόβλημα έχει προκύψει από μια σειρά λανθασμένων πολιτικών επιλογών των κυβερνήσεων των δεκαετιών του 1960 έως 1980. Τα κίνητρα που εμφανίστηκαν για να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι τα χωριά τους και να μεταβούν στις μεγάλες πόλεις, δεν αντισταθμίστηκαν με άλλα κίνητρα για να παραμείνουν στα χωριά και στις πόλεις της περιφέρειας. Αν και είναι φυσικό ο άνθρωπος να επιλέγει τον πιο εύκολο τρόπο ζωής, όταν αυτές οι μετακινήσεις γίνονται μαζικά, απαιτούν μια καλή διαχείριση που τότε απουσίαζε εντελώς.
Σήμερα η Ελλάδα με πληθυσμό περίπου 10 εκατομμύρια κατοίκους, συγκεντρώνει το μισό πληθυσμό της σε μία πόλη, την Αθήνα. Απλά για τη σύγκριση, να αναφέρουμε την περίπτωση του Βελγίου, που αν και ο συνολικός πληθυσμός είναι στα 10 εκατομμύρια, η πρωτεύουσα, οι Βρυξέλλες, συγκεντρώνουν μόνο ένα εκατομμύριο κατοίκους. Ο πληθυσμός της χώρας είναι γενικά ομοιόμορφα κατανεμημένος σε πολλές πόλεις.
Οι μικρότερες πόλεις της Ελλάδας, σαν την Πάτρα, το Ηράκλειο και τη Λάρισα, προσφέρουν σε μεγάλο βαθμό τα πλεονεκτήματα των μεγάλων πόλεων χωρίς τα μειονεκτήματά τους και χωρίς να υπολείπονται σε τίποτα στους υπόλοιπους τομείς: οι μετακινήσεις είναι πιο εύκολες και πιο γρήγορες (άρα και πιο οικονομικές), ο αέρας είναι πιο καθαρός, τα επίπεδα του θορύβου είναι χαμηλότερα, υπάρχει περισσότερος χώρος (για τις μετακινήσεις όσο και στις κατοικίες), το κόστος ζωής είναι χαμηλότερο και η φύση είναι περισσότερο παρούσα και ευκολότερα προσβάσιμη.
Η μεγάλη παγίδα στο θέμα της ποιότητας ζωής είναι η εξής: ότι ο άνθρωπος μπορεί να προσαρμοστεί σε ένα χειρότερο περιβάλλον χωρίς να το αντιληφθεί. Το να θεωρεί ένας κάτοικος της Αθήνας φυσιολογικό να χάνει μία με δύο ώρες καθημερινά στις μετακινήσεις, αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα αρνητικής προσαρμογής. Δεν είναι τυχαίο που πάντα στην αρχή, όταν κάποιος μεταβαίνει από πόλη της περιφέρειας στην Αθήνα, βιώνει το σοκ του "απέραντου χάους", ενώ στη συνέχεια προσαρμόζεται σ' αυτό και σταματάει να παραπονείται.
Με τον ίδιο τρόπο μπορεί κάποιος να αποκοπεί από τις φυσικές του ανάγκες χωρίς να το αντιληφθεί, ενώ παράλληλα αναπτύσσει ένα σωρό προσαρμοστικούς μηχανισμούς για να νιώθει σχετικά καλά. Το κόστος όμως παραμένει: οι ασυνείδητες πεποιθήσεις και οι εσωτερικές συγκρούσεις απωθούνται αντί να αντιμετωπιστούν, ο άνθρωπος ζει μεν, αλλά χωρίς καμία αίσθηση εσωτερικής γαλήνης και ισορροπίας.
Για άλλη μία φορά επιβεβαιώνεται αυτό που ισχύει και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις: ο τρόπος ζωής μας καθορίζεται από το πώς διαχειριζόμαστε αυτά που συμβαίνουν μέσα μας. Όσο πιο συνειδητά ζει κανείς, η εσωτερική ηρεμία θα εκφράζεται και προς τα έξω και θα επιθυμεί έναν τρόπο ζωής που θα περιλαμβάνει ηρεμία, ισορροπία και αυτοσεβασμό. Όσο πιο ασυνείδητα ζει κανείς, οι σκέψεις και οι πράξεις του θα συντηρούν και θα διαμορφώνουν έναν διαταραγμένο, θορυβώδη και ανισόρροπο τρόπο ζωής.
Νίκος Μπάτρας
Διαχειριστής www.aytepignosi.com
Διαβάστε επίσης: