Το άγχος είναι ένα πρόβλημα που υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στον κόσμο γι' αυτό και η διαχείριση του άγχους είναι ένα από τα συχνότερα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει ένας ψυχίατρος ή ψυχολόγος.
Όταν το άγχος διαρκεί για πολλούς μήνες, όταν γίνεται πολύ συχνό και έντονο και αναπτύσσεται ακόμα και με ασήμαντες αφορμές, θεωρείται ψυχική διαταραχή και στην ψυχιατρική ονομάζεται διαταραχή γενικευμένου άγχους.
Ωστόσο ανεξάρτητα από το αν θα λάβει κάποιος τη διάγνωση αυτή ή όχι, είναι γνωστό ότι το άγχος ταλαιπωρεί πολύ τον άνθρωπο τόσο άμεσα γιατί είναι δυσάρεστο, όσο και έμμεσα για μία σειρά από λόγους: προκαλεί προβλήματα στη συγκέντρωση της προσοχής και την απομνημόνευση· τον κάνει επιρρεπή σε λάθη και παραλείψεις· ελαττώνει τη λειτουργικότητά του σε διάφορους τομείς της ζωής (κοινωνικό, επαγγελματικό, δημιουργικό, οικονομικό, ερωτικό)· προκαλεί ενοχλητικά σωματικά συμπτώματα (ταχυκαρδία, σφίξιμο στην καρδιά ή στο στομάχι, διάρροιες, συχνουρία, κοιλιακούς πόνους κ.ά.)· τέλος διαταράσσει αντικειμενικά την υγεία του (π.χ. αυξάνει την πιθανότητα για στεφανιαία νόσο).
Το άγχος διαφέρει από το φόβο στο ότι δεν αναπτύσσεται απέναντι σ’ έναν άμεσο κίνδυνο για τη σωματική ακεραιότητα όπως π.χ. ο φόβος που νιώθει κάποιος όταν του γαβγίζει επιθετικά ένας αδέσποτος σκύλος ή όταν ένας διαρρήκτης εισβάλει στο σπίτι του. Το άγχος είναι στην ουσία ένα είδος αντίστασης απέναντι στην ανάδυση έντονων αρνητικών συναισθημάτων όπως θλίψη, φόβος ή θυμός που με τη σειρά τους υποκρύπτουν έναν ψυχικό πόνο. Αυτός ο ψυχικός πόνος έχει κατά κανόνα να κάνει με μία συνειδητή ή υποσυνείδητη αίσθηση ότι κάτι έχουμε να κάνουμε, μία αίσθηση εκκρεμότητας. Αυτή η αίσθηση βασίζεται στην πεποίθησή μας ότι κατά κάποιο τρόπο δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε, ή με άλλα λόγια ότι κάτι δεν έχουμε κάνει καλά, δεν κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε.
Δηλαδή για παράδειγμα, το άγχος που νιώθει κάποιος στις εξετάσεις είναι προϊόν μίας αντίστασης στον πόνο που θα αναδυθεί αν αποτύχει. Αυτός ο ψυχικός πόνος θα οφείλεται σε πεποιθήσεις όπως «είμαι αδύναμος, είμαι ανίκανος» ή «δεν είμαι άξιος αγάπης, σεβασμού, αποδοχής (αφού δεν πέτυχα)» και εν πάση περιπτώσει στην πεποίθηση «δεν έκανα το καλύτερο που μπορούσα (για να πετύχω ή για να αποφύγω την έκθεση στην αποτυχία)».
Η αντιμετώπιση του άγχους μπορεί μεν να γίνει με φάρμακα, αλλά αυτό θα είναι απλά μία προσωρινή ανακούφιση. Για να εκριζωθεί το άγχος, χρειάζεται η ψυχοθεραπεία. Στην ιδανική περίπτωση, μία ψυχοθεραπευτική προσέγγιση που πάει όσο βαθιά μπορεί να πάει, θα βασιστεί στην ανακάλυψη της ανεκτέλεστης εντολής («κάνε κάτι») που μας ταλαιπωρεί και εν συνεχεία στην εξουδετέρωσή της. Αυτή η εξουδετέρωση θα γίνει πάνω στη βάση της κατανόησης ότι στην πραγματικότητα για κάθε χρονική στιγμή της ζωής μας ισχύει πως έχουμε ήδη κάνει το καλύτερο που μπορούσαμε, κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε κάθε στιγμή και θα κάνουμε οπωσδήποτε το καλύτερο που θα μπορέσουμε στο μέλλον.
Για να το καταλάβουμε αυτό, χρειάζεται απλά να συνειδητοποιήσουμε ότι κάνουμε πάντα το καλύτερο που μπορούμε με βάση τις πραγματικές μας δυνατότητες και τα εμπόδια που συναντάμε κάθε στιγμή. Τα εμπόδια αυτά είναι κυρίως ψυχολογικά και οφείλονται ακριβώς στην πεποίθηση ότι δεν είμαστε εντάξει όπως είμαστε/ δεν κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε, και τα αρνητικά συναισθήματα που αυτές οι πεποιθήσεις προκαλούν. Η παραδοχή αυτή (της αλήθειας ότι για κάθε χρονική στιγμή της ζωής μας ισχύει πως κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε με βάση τις δυνατότητες και τα εμπόδια που συναντήσαμε), όχι μόνο δεν θα μας οδηγήσει στην αδράνεια όπως εκ πρώτης όψεως ίσως φαίνεται, αλλά θα απελευθερώσει το δυναμικό μας, αφού θα οδηγήσει στην ελάττωση του άγχους το οποίο υποβαθμίζει τη λειτουργικότητά μας.
Ας κάνουμε σ’ αυτό το σημείο και μία νύξη για το υποτιθέμενο «δημιουργικό» άγχος που πολλοί το θεωρούν ως βοηθητικό και κατά κάποιο τρόπο «καλό». Όντως όταν ενδιαφερόμαστε για ένα αποτέλεσμα, είναι φυσικό να έχουμε περισσότερη εγρήγορση και είναι πιο πιθανό να αισθανθούμε άγχος από το αν είμαστε αδιάφοροι. Εξ’ αιτίας αυτού του γεγονότος, το άγχος θεωρείται ότι βοηθάει στην παραγωγή ενός ωφέλιμου αποτελέσματος.
Όμως στο ωφέλιμο αποτέλεσμα βοηθάνε το αυξημένο ενδιαφέρον και η συνεπαγόμενη αυξημένη εγρήγορση και προσπάθεια, όχι το άγχος. Το άγχος απλά συνοδεύει αυτούς τους θετικούς παράγοντες χωρίς όμως να προσφέρει απολύτως τίποτα, δεν είναι καθόλου απαραίτητο για το ευεργετικό αποτέλεσμα – αντίθετα, μειώνει την αποτελεσματικότητα του ατόμου. Δηλαδή ένα άτομο με ενδιαφέρον και εγρήγορση χωρίς άγχος, έχει τη μέγιστη αποδοτικότητα που θα μπορούσε να έχει.
Βασίλης Γιαννακόπουλος
Διαβάστε επίσης: