Συχνά νοιώθουμε άσχημα με αφορμή μία κατάσταση κι αυτό γιατί στην ουσία πιστεύουμε ότι δεν κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε.
Το «δεν έκανα το καλύτερο που μπορούσα» έχει γενικά την έννοια «έκανα λάθη ή παρέλειψα να κάνω το σωστό σε διάφορους τομείς της ζωής μου» όπως π.χ. της εργασίας, της δημιουργίας, των οικονομικών, της οικογένειας, των ερωτικών σχέσεων, των κοινωνικών σχέσεων κ.λπ.
Μπορεί να πάρει πολλές μορφές όπως π.χ. «δεν προσπάθησα ή δεν προσπαθώ αρκετά για να βρω μια δουλειά που να μου ταιριάζει»· «δεν χειρίστηκα ή δεν χειρίζομαι σωστά τα οικονομικά μου»· «κάτι δεν κάνω σωστά και δεν έχω ερωτικό σύντροφο ή έχω κάποιον με τον οποίο δεν περνάω καλά»· «δεν έχω αρκετό θάρρος ή δύναμη θέλησης για να διακόψω μία κακή συνήθεια ή για ξεφύγω από μία δυσάρεστη κατάσταση ή για να διεκδικήσω καλύτερη συμπεριφορά από τους άλλους και γενικά αυτά που μου αξίζουν» κ.ο.κ.
Όμως αν το διερευνήσουμε προσεκτικά, θα δούμε πως άσχετα αν υπήρχε θεωρητικά κάτι καλύτερο απ’ αυτό που κάναμε, στην πράξη κάναμε το καλύτερο που μπορούσαμε. Απλά αυτό δεν είναι φανερό με την πρώτη ματιά, γιατί λαμβάνουμε υπ’ όψη μας μόνο τις δυνατότητες που είχαμε και όχι τα εμπόδια που συναντήσαμε.
Όμως τα εμπόδια; Τα εμπόδια που συναντήσαμε, τα λαμβάνουμε υπ’ όψη μας; Συνήθως όχι. Αλλά ακόμα κι αν το κάνουμε, στην καλύτερη περίπτωση λαμβάνουμε υπ’ όψη μας μόνο τα φανερά εμπόδια, δηλαδή τις αντικειμενικά αντίξοες συνθήκες που αντιμετωπίσαμε ή αντιμετωπίζουμε όπως π.χ. ένα δυσμενές κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον ή ένα πρόβλημα υγείας, το ότι όταν κάναμε κάτι δεν υπήρχαν τα δεδομένα που εμφανίστηκαν αργότερα, την απειρία μας, την απουσία στήριξης ή ακόμα και εναντίωση από ανθρώπους γύρω μας κ.ά.
Ωστόσο υπάρχουν και τα κρυφά εμπόδια που δεν υπολογίζουμε σχεδόν ποτέ. Τα κρυφά εμπόδια είναι ψυχολογικής φύσης, είναι συνειδητά ή υποσυνείδητα και είναι κυρίως οι διάφοροι φόβοι που έχουμε ως άνθρωποι και διάφορες άλλες μορφές ψυχικής δυσφορίας όπως ο ψυχικός πόνος, η θλίψη, το ψυχικό κενό ή η έλλειψη ψυχικής ικανοποίησης, ο θυμός, οι ενοχές κ.λπ.
Για παράδειγμα, κάποιος από μας μένει πίσω επαγγελματικά επειδή φοβάται υπερβολικά την αποτυχία και την απόρριψη, έτσι δεν προσπαθεί και είναι φυσικό να μην πετυχαίνει. Κάποιος άλλος πάλι μένει μόνος του ή σε σχέσεις μη ικανοποιητικές, γιατί υποσυνείδητα αποφεύγει μία πολύ στενή σχέση αγάπης και οικειότητας κι αυτό από φόβο μην χάσει την ελευθερία του ή από φόβο μην πληγωθεί αν δεθεί πολύ με ένα πρόσωπο και τον εγκαταλείψουν. Κάποιος άλλος βλάπτει την υγεία του γιατί εξωθείται σε μία βλαβερή συνήθεια (κάπνισμα, υπερβολική κατανάλωση τροφής, αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών) υπό την πίεση άγχους, ψυχικού πόνου, χρόνιας έλλειψης ψυχικής ικανοποίησης κ.λπ. Κάποιος φέρεται άσχημα στους άλλους επειδή πονάει ψυχικά, αποδίδει τον ψυχικό του πόνο σ’ εκείνους κι αυτό τον κάνει να θυμώνει μαζί τους· ο θυμός με τη σειρά του, σε συνδυασμό με μία στιγμιαία ή πιο σταθερή απουσία επίγνωσης των συνεπειών της συμπεριφοράς του, τον αναγκάζει να φερθεί άδικα σε άλλους.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις και σε πάρα πολλές άλλες, ο καθένας μας θεωρητικά, αν λάβουμε υπ’ όψη μόνο τις δυνατότητές μας, θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερο. Όμως πρακτικά, όλοι κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε με βάση τις δυνατότητες που έχουμε από τη μια μεριά και τα εμπόδια που συναντάμε από την άλλη. Εμπόδια όχι μόνο αντικειμενικά, αλλά κυρίως ψυχολογικά τα οποία δεν επιλέξαμε, δεν φταίμε γι' αυτά, απλά βρήκαμε ο καθένας τον εαυτό του μ’ αυτά ή απέναντι σ’ αυτά.
Βασίλης Γιαννακόπουλος