Συχνά συμβαίνει να αγαπάμε έναν άνθρωπο και η αγάπη αυτή να μας κάνει να θέλουμε να τον αλλάξουμε, να τον συμβουλέψουμε, να τον νουθετήσουμε.
Ας δούμε πώς και γιατί γίνεται αυτό σε μερικά παραδείγματα.
Σε μία ερωτiκή, συντροφική σχέση αγάπης, έχουμε κάποιες προσδοκίες να πάρουμε αγάπη, σεβασμό, κατανόηση, αίσθημα ασφάλειας κ.λπ. από τον άλλον. Όταν ο άλλος δεν μας ικανοποιεί αυτές τις ανάγκες, προσπαθούμε να τροποποιήσουμε τη συμπεριφορά του ώστε να μας τις ικανοποιήσει. Κι οι τρόποι που χρησιμοποιούμε είναι συνήθως παράπονα, γκρίνια, λογομαχίες, καυγάδες, θυμός, μούτρα, επικρίσεις, υποδείξεις κ.λπ.
Σε μία σχέση αγάπης γονέα-παιδιού, ο γονέας άθελά του, συνειδητά ή υποσυνείδητα βγάζει συμπεράσματα για τον εαυτό του από τη συμπεριφορά του παιδιού του, παίρνει δηλαδή την πορεία του παιδιού του πολύ προσωπικά. Πράγματι, ανάλογα με το αν το παιδί του φέρεται σωστά ή όχι, από το αν έχει επιτυχίες ή αποτυχίες κ.λπ., θεωρεί ότι είναι χαρισματικό ή ελαττωματικό. Όμως υποσυνείδητα ή συνειδητά θεωρεί ότι ο έπαινος ή η κατηγορία αφορά και στον ίδιο για δύο λόγους:
Ο ένας είναι η κληρονομικότητα που έχει γίνει ευρέως αποδεκτή όπως φαίνεται και από τη λαϊκή παροιμία «το μήλο κάτω από τη μηλιά θα πέσει». Ο άλλος λόγος είναι ότι το πώς φέρεται το παιδί αντανακλά ως ένα βαθμό την ανατροφή την οποία του έδωσε ο γονέας. Εξ’ αιτίας λοιπόν του ότι για τους παραπάνω λόγους οι γονείς παίρνουν πολύ προσωπικά την πορεία των παιδιών τους, έχουν την τάση να επεμβαίνουν υπερβολικά στη ζωή τους.
Αξίζει να σημειώσουμε πως αν εξαιρέσουμε τον παράγοντα της κληρονομικότητας, τα παραπάνω ισχύουν και σε άλλες σχέσεις που προσομοιάζουν στο πρότυπο της σχέσης γονέα – παιδιού, με την ευρύτερη έννοια του ανθρώπου που φροντίζει και αυτού που φροντίζεται. Τέτοιες είναι π.χ. οι επαγγελματικές σχέσεις δασκάλου – μαθητή, ιατρού – ασθενούς και ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενου οι οποίες μερικές φορές ενέχουν το στοιχείο της αλτρουιστικής αγάπης. Δηλαδή και σ’ αυτές τις σχέσεις αυτός που φροντίζει, έχει την τάση να παίρνει πολύ προσωπικά την πορεία του άλλου. Βγάζει δηλαδή συμπεράσματα για το πόσο καλά έκανε τη δουλειά του (και κατ’ επέκταση για τον εαυτό του), από το πώς τα πάει το πρόσωπο το οποίο φροντίζει· αυτό μπορεί να τον κάνει μερικές φορές περισσότερο επεμβατικό απ’ ό,τι του επιτρέπει ο ρόλος του ή επεμβατικό εκεί όπου δεν θα έπρεπε να είναι καθόλου.
Σε όλες τις σχέσεις όπου εμπλέκονται η καλή προαίρεση και η αγάπη υπό διάφορες μορφές (ερωτiκή, γονέα-παιδιού, αδελφική, εγκάρδια φιλική, αλτρουιστική όπως φιλανθρωπική και επαγγελματική σε μία σχέση δασκάλου – μαθητή, ιατρού – ασθενούς, ψυχοθεραπευτή – θεραπευόμενου), αυτός που αγαπάει και θέλει το καλό του άλλου, έχει πολλές φορές αποκρυσταλλωμένες απόψεις για το ποιο είναι αυτό το καλό. Επιπλέον αν δεν καταφέρει να ωφελήσει τον άλλο, αισθάνεται ανεπαρκής, αδύναμος και ανήμπορος να βοηθήσει. Έτσι με αφορμή την αγαθή του πρόθεση, έχει την τάση να θεωρεί ως δικαίωμα αλλά και υποχρέωσή του να καθοδηγεί τη συμπεριφορά του άλλου προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, να δώσει λύσεις, να συμβουλέψει και να πιέσει μέχρι να φέρει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, ακόμα κι αν ο άλλος αδυνατεί για κάποιο λόγο να το κάνει ή δεν του έχει ζητήσει καν τέτοιου είδους παρέμβαση.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις η τάση μας να επέμβουμε στη ζωή του προσώπου που αγαπάμε, μας κάνει να ξεχνάμε ότι το πιο ουσιώδες στοιχείο της αγάπης είναι η κατανόηση και η αποδοχή του άλλου όπως ακριβώς είναι και ότι η πρώτη έκφραση αυτού του στοιχείου είναι να τον ακούσουμε.
Να τον ακούσουμε προσεκτικά, χωρίς την ώρα που τον ακούμε να τον κρίνουμε, χωρίς την τάση να τροποποιήσουμε την συμπεριφορά του, χωρίς να βιαστούμε να του δώσουμε λύσεις. Να τον ακούσουμε αληθινά, με αγάπη, κατανόηση και αποδοχή και όχι να τον διακόπτουμε ή να περιμένουμε να τελειώσει απλά για να πούμε τα δικά μας. Αντίθετα μάλιστα, πριν πούμε οτιδήποτε, χρειάζεται να τον ενθαρρύνουμε να πει κι άλλα, να πει όσα έχει να πει. Να αφουγκραστούμε τι έχει να μας πει, τα θέλω του, τα συναισθήματά του, ποια είναι η θέση του, η άποψή του, το γιατί έχει αυτή τη θέση και άποψη, το γιατί συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται, δίνοντάς του άφθονο χρόνο και ψυχικό χώρο.
Από κει κι έπειτα ασφαλώς μπορούμε να μιλήσουμε, να πούμε την άποψή μας, τις δικές μας επιθυμίες και απόψεις περί του σωστού ή του δικαίου ή του ωφέλιμου, διότι «αποδέχομαι τον άλλον όπως είναι» δεν σημαίνει «δεν μιλάω για όσα θεωρώ στραβά» ούτε σημαίνει «δεν κάνω τίποτα για να προασπίσω εμένα ή τον άλλον». Σημαίνει όμως πως οτιδήποτε λέμε ή κάνουμε, το λέμε ή το κάνουμε χωρίς αρνητικά συναισθήματα και αν είναι δυνατόν νοιώθοντας την αγάπη μας για το άλλο πρόσωπο. Δεν αρκεί να ξέρουμε ότι έχουμε αγάπη, αλλά να νοιώθουμε αγάπη τη στιγμή που μιλάμε ή κάνουμε κάτι. Να νοιώθουμε την ευφορία, το άνοιγμα καρδιάς που σημαίνει αυτό το συναίσθημα της αγάπης.
Αν δεν ακούσουμε δίνοντας χρόνο και νοιώθοντας αγάπη, ο άλλος δεν θα έχει πολλές πιθανότητες να μας ακούσει ή να επηρεαστεί από τη συμπεριφορά μας. Πρώτο γιατί δεν θα έχει την αίσθηση ότι τον έχουμε καταλάβει και δεύτερο γιατί όλη του η προσοχή θα είναι στραμμένη σ’ ένα είδος απόρριψης που εισπράττει από μας, καθώς στην καρδιά μας την ώρα που του μιλάμε ή κάνουμε κάτι, δεν υπάρχει το συναίσθημα της αγάπης· αντ’ αυτής υπάρχει κάποιας μορφής ένταση όπως εκνευρισμός, ανησυχία, ανυπομονησία να κάνει ο άλλος το σωστό, αγανάκτηση ακόμα και υπέρ του άλλου, αδημονία και εμμονή στο να κάνει το ωφέλιμο ή το δίκαιο.
Βασίλης Γιαννακόπουλος