Η χαμηλή ή αρνητική αυτοεκτίμηση αναπτύσσεται περαιτέρω μέσω της ευρείας συνήθειας να ταπεινώνουμε τα παιδιά κάνοντας συγκρίσεις. Όταν οι γονείς συγκρίνουν το παιδί με τον αδελφό, την αδελφή ή ιδίως με κάποιον εκτός της οικογένειας, το αίσθημα κατωτερότητας του παιδιού αυξάνεται.
Υπό το φως των ελαττωμάτων που έχει αναγκαστεί να αποδεχτεί ως μέρος του χαρακτήρα του, συγκρίνει τον εαυτό του με παιδιά της ίδιας ηλικίας που θαυμάζει. Πιστεύοντας ότι είναι προικισμένα με περισσότερη δύναμη, ικανότητα, δημοτικότητα και αυτοπεποίθηση απ' ό,τι αυτό, κυριεύεται από ένα καταστροφικό αίσθημα κατωτερότητας.
Η έλλειψη αναγνώρισης ή εκτίμησης της μοναδικότητας ενός παιδιού αποτελεί ένα άλλο κοινό σφάλμα που κάνουν οι γονείς. Οι περισσότεροι δίνουν μικρή σημασία στα αισθήματα, στις επιθυμίες και τις απόψεις των παιδιών τους απορρίπτοντάς τα με ρητά όπως "Τα παιδιά πρέπει να σιωπούν" και "Η μαμά (ή ο μπαμπάς) ξέρει καλύτερα!". Συχνά εισπράττουν τη διαφωνία ως προσωπική προσβολή ή κατάφωρη ασέβεια. Επιφανείς παιδοψυχολόγοι συμφωνούν ότι η συμπεριφορά αυτή οφείλεται στη χαμηλή αυτοεκτίμηση των γονιών που εκφράζεται ως ανάγκη να έχουν πάντα δίκιο.
Το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός γονιών ζουν τη ζωή τους μέσω των παιδιών τους είναι ανησυχητικό. Έχοντας αποφασίσει πως το παιδί τους θα γίνει ό,τι εκείνοι επιθυμούσαν κρυφά ή ό,τι δεν έγιναν, πιέζουν το παιδί πέρα από τις δυνατότητές του. Επιθυμούν να πραγματοποιήσουν μέσω των παιδιών τους τα δικά τους απραγματοποίητα όνειρα επιτυχίας. Φυσικά αυτό γίνεται εις βάρος του παιδιού.
Η εξωτερική εμφάνιση αποτελεί βασικό αίτιο χαμηλής αυτοεκτίμησης και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι της αποδίδεται συνήθως. Μερικά παιδιά πάσχουν από σωματική, νοητική και συναισθηματική αναπηρία λόγω ασυνήθιστης ή μη φυσιολογικής εξωτερικής εμφάνισης. Υπενθυμίζοντάς τους συνεχώς το πρόβλημα και λέγοντάς τους ότι είναι "πολύ χοντρά", "πολύ ψηλά", "πολύ αργά", κτλ, αναπτύσσουν βαθιά συναισθήματα κατωτερότητας που δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν.
Μερικοί γονείς δίνουν μεγάλη αξία στα χρήματα και στα υλικά αγαθά. Το παιδί ταυτίζεται μαζί τους και φυλακίζεται σε έναν υλιστικό τρόπο ζωής, ο οποίος απαιτεί να πασχίζει και να προσπαθεί να επιτύχει σε υλικό επίπεδο. Αργότερα στη ζωή το παιδί συχνά παντρεύεται με κριτήριο τα χρήματα και πληρώνει υψηλό τίμημα συγκριτικά με αυτό που αποκτά.
Εάν οι γονείς αποδίδουν μεγάλη αξία στο χρήμα και στα υλικά αγαθά, δεν είναι ασυνήθιστο το παιδί να μεγαλώσει ξοδεύοντας χρήματα που δεν έχει, σε πράγματα που δεν χρειάζεται, για να εντυπωσιάσει ανθρώπους που δεν γνωρίζει. Καθώς ο υλισμός αυτός καταστρέφει την αντίληψη του παιδιού σχετικά με την πραγματική του αξία, εκείνο αφιερώνει τη ζωή του στο κυνήγι του πλούτου ώστε να αντισταθμίσει το αίσθημα κατωτερότητας που νιώθει.
Οι γονείς, όντας υπερβολικά αυταρχικοί, ανεκτικοί ή κτητικοί, συνήθως προκαλούν στο παιδί τους συναισθηματική αναπηρία. Στερούμενο των απαραίτητων κινήτρων για να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις της ζωής με αυτοπεποίθηση και αυτοκυριαρχία, το παιδί αναπτύσσει τη συνήθεια της αναβλητικότητας και ακολουθεί πάντοτε την οδό της μικρότερης δυνατής αντίστασης. Η έλλειψη αυτονομίας καλλιεργεί το αίσθημα της ανεπάρκειας, το οποίο με τη σειρά του αποτελεί τη βάση της χαμηλής αυτοπεποίθησης.
*Από το βιβλίο "Τα μυστικά της απόλυτης αυτοπεποίθησης", Dr. Robert Anthony, Εκδ. Διόπτρα
Διαβάστε επίσης: