Ό,τι και αν έχει συμβεί στη ζωή μας, όποια εμπειρία και αν έχουμε βιώσει -απώλεια αγαπημένου προσώπου, δύσκολο διαζύγιο, ταραγμένα παιδικά χρόνια, κ.λπ.-, μπορούμε να μάθουμε να μην κουβαλάμε πια μαζί μας το βάρος του παρελθόντος.
Το να κουβαλάμε το παρελθόν μαζί μας στο παρόν είναι ένα πολύ μεγάλο βάρος. Σε πολλές περιπτώσεις είναι ασήκωτο και αβίωτο. Το αναμάσημα των αναμνήσεων, των περασμένων εμπειριών και η αναβίωση των παλιών συναισθημάτων, δεν ωφελεί τη ζωή μας στο παρόν.
Το πρώτο βήμα για να γίνει η υπέρβαση του παρελθόντος, είναι να κατανοήσουμε τι είναι το παρελθόν. Το παρελθόν δεν υπάρχει ως βιωματική εμπειρία. Υπάρχει είτε ως αναμνήσεις (σκέψεις), είτε ως προγραμματισμός και πεποιθήσεις που έχουν διαμορφώσει το Εγώ, είτε ως αποθηκευμένα συναισθήματα στο σώμα. Όλα αυτά μπορούμε να τα δούμε ως παρατηρούμενα φαινόμενα που εμφανίζονται μέσα μας στο παρόν, χωρίς να τα αποδίδουμε στην "ιστορία μας" - και η "ιστορία μας" είναι άλλο κατασκεύασμα που αποτελείται από σκέψεις.
Αν το σύμπτωμα του παρελθόντος είναι π.χ. τα αισθήματα ανεπάρκειας ή ο φόβος, πρέπει να αναγνωρίζουμε αυτά τα φαινόμενα τη στιγμή που εμφανίζονται. Για να το κάνουμε αυτό δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε στην έννοια του παρελθόντος. Αφού οτιδήποτε βιώνουμε εμφανίζεται στο παρόν, πρέπει να ενισχύσουμε τη σχέση μας με το παρόν για να χάσουν αυτά τα φαινόμενα τη δύναμη να μας παρασέρνουν στην ιδέα του παρελθόντος.
Ό,τι ισχύει για το παρελθόν ισχύει και για το μέλλον. Το μέλλον υπάρχει μόνο ως σκέψεις, όχι ως βιωματική εμπειρία. Επομένως, τις σκέψεις για το μέλλον πρέπει να τις αναγνωρίζουμε ως σκέψεις και να τις ξεχωρίζουμε σε χρήσιμες (πρακτικές, κατανόηση, οργάνωση) και βλαπτικές (εγωϊκές, κριτική, άσκοπη ανησυχία).
Ο πόνος και η δυστυχία από το αναμάσημα του παρελθόντος δημιουργούνται από το γεγονός ότι επενδύουμε με την αίσθηση του εαυτού κάτι το οποίο δεν είναι πραγματικό.
Η υπέρβαση του παρελθόντος απαιτεί να μάθουμε να μην προσκολλόμαστε στα παροδικά φαινόμενα. Ακόμα και αν εμφανίζονται κάποια συμπτώματα (όπως ο φόβος, η κατάθλιψη, τα αισθήματα ανεπάρκειας, κ.ά.) που χρειάζονται περαιτέρω επεξεργασία μέχρι να αποδυναμωθούν, το να μάθουμε να παρατηρούμε αυτά που συμβαίνουν μέσα μας στο παρόν (δηλαδή τις αισθήσεις του σώματος, τις πέντε αισθήσεις της αντίληψης και τις σκέψεις, χωρίς να εμπλεκόμαστε μαζί τους), είναι η αρχή της θεραπείας.
Η θεραπεία ξεκινάει από τη στιγμή που αρχίζει κάποιος να διακρίνει και να αναγνωρίζει αυτά που συμβαίνουν μέσα του σε επίπεδο σκέψεων, πεποιθήσεων, αισθήσεων και συναισθημάτων, ουδέτερα, χωρίς προσωπική εμπλοκή. Η αναγνώριση αυτή είναι που λύνει τα συμπλέγματα και απελευθερώνει από μέσα μας όλα αυτά που πρέπει να δούμε και να αποδεχτούμε.
Η σωστή στάση απέναντι σ' αυτά τα φαινόμενα είναι η στάση της μη αντίστασης και της αποδοχής. Όπως λέει ο Έκχαρτ Τόλλε: "Μόνο αν συμφιλιωθούμε με κάτι θα μπορέσουμε να το αφήσουμε να φύγει. Όσο του αντιστεκόμαστε το δυναμώνουμε". Τη στιγμή που αποδεχόμαστε κάτι χωρίς αντίσταση ή αποφυγή, παύει ο διαχωρισμός. Ο φόβος απέναντι στη συγκεκριμένη εμπειρία εξαφανίζεται και νιώθουμε μέσα μας μια αίσθηση απελευθέρωσης.
Η απελευθέρωση είναι στην ουσία απελευθέρωση από το "εγώ και ο πόνος μου", "εγώ και το παρελθόν μου", "εγώ και το πρόβλημά μου", "εγώ και το δράμα μου". Όταν φεύγει το εγώ, μένει μόνο η ουδέτερη βίωση της εμπειρίας - "ουδέτερη" σημαίνει με αγάπη, αποδοχή και συμπόνια, γιατί αυτά τα στοιχεία αναδύονται από μόνα τους όταν εξαφανίζεται η αντίσταση, η αποφυγή και ο φόβος.
Βοηθάει επίσης πολύ το να βρούμε τους κατάλληλους ανθρώπους για να εκφράζουμε ό,τι νιώθουμε, γνωρίζοντας ότι δεν θα μας κρίνουν και δεν θα νιώσουμε ντροπή ή ενοχή.
Νίκος Μπάτρας
Διαχειριστής www.aytepignosi.com
Διαβάστε επίσης: