Η υπερανάλυση είναι μια διαδικασία σκέψης που ξεκινάει, τις περισσότερες φορές, από τον φόβο τού να μην μείνει κανείς μόνος με τον εαυτό του. Ξεκινάει δηλαδή από μια διάχυτη αίσθηση ανασφάλειας και “μειονεξίας”, και καταλήγει στο να την αναπαράγει.
Ο φόβος ότι δεν έχουμε πλήρη έλεγχο του προσωπικού, ή συλλογικού μας περιβάλλοντος, κινητοποιεί τον μηχανισμό της επίλυσης προβλημάτων μέσα από την διαδικασία της ανάλυσης μιας κατάστασης.
Συχνά, ακριβώς επειδή αυτού του είδους η υπερβολική ανάλυση των δεδομένων του νου μας, δεν είναι το αίτημα μιας υγιούς διαδικασίας, αλλά περισσότερο μιας ψυχικής κατάστασης που “τελεί εν ασθενεία”, το αίτημα της επίλυσης ενός προβλήματος, όχι μόνο δεν επιτυγχάνεται, αλλά αντίθετα το προς επίλυση πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο!
Αν και η αρχική πρόθεση των περισσότερων ανθρώπων -μέσα από την «ανάλυση» των καταστάσεων- είναι να μπορούν να κατανοούν καλύτερα τα κίνητρα των άλλων, να συνδέουν σκέψεις με συναισθήματα, να ερμηνεύουν και να δίνουν νόημα σε καταστάσεις και σχέσεις (φιλικές, επαγγελματικές και ερωτικές), πολύ συχνά καταλήγουμε να αναλωνόμαστε σε ατελείωτους εσωτερικούς «μονολόγους», εξαντλώντας την σκέψη μας και τη δημιουργικότητά μας σε υποθέσεις για το τι μπορεί να συμβεί στην μια ή την άλλη περίπτωση.
Στην προσπάθειά μας να ελέγξουμε το παρελθόν, και το παρόν μας -αλλά ιδιαίτερα το μέλλον μας- με το να ανησυχούμε για τις προθέσεις, τις σκέψεις, ή τις ενέργειες των άλλων ανθρώπων, στην πραγματικότητα καταφέρνουμε να προδιαγράψουμε, προκαλώντας αυτό που φοβόμαστε ότι θα μας συμβεί, αφού συνήθως η «υπερανάλυση» δεν στηρίζεται σε ρεαλιστικές σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα.
Αντίθετα, ενισχύει τις αρνητικές σκέψεις, τους φόβους, τον θυμό και τα αισθήματα μειονεξίας και κατωτερότητας, τα οποία, με τη σειρά τους, σχεδόν πάντα γεννούν και τρέφουν την «υπερανάλυση».
Είναι σίγουρο ότι η ελλιπής αυτοεκτίμηση, τα βιώματα του παρελθόντος που βιώθηκαν σαν απειλές, οι «φωνές» του οικογενειακού και του στενού μας περιβάλλοντος που -όταν χρειάστηκε- δεν μας στήριξαν όσο είχαμε ανάγκη, και άλλες δυσμενείς για την ψυχολογική εξέλιξη συνθήκες, έχουν συντελέσει στην τάση των πιο ευάλωτων ηλικιακών ομάδων (νεαρά και τρίτης ηλικίας άτομα) και των γυναικών να αναλώνονται σε σκέψεις για τις ίδιες τους τις σκέψεις και τις απόψεις των άλλων.
Για να σταματήσουμε να τρέφουμε και να διογκώνουμε τον παραπάνω «φαύλο κύκλο», θα ήταν χρήσιμο:
- Να ρωτήσουμε τον εαυτό μας πότε ήταν η τελευταία φορά που η συνήθεια της «υπερανάλυσης» μας βοήθησε πραγματικά να αντιμετωπίσουμε μια προβληματική κατάσταση.
- Να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε πόσο ρεαλιστικές είναι οι σκέψεις και οι απόψεις που έχουμε για τον εαυτό μας.
- Να δοκιμάσουμε να ενεργούμε αντί να αναλωνόμαστε σε σκέψεις.
- Να μην υποθέτουμε πια, αλλά να ρωτάμε τους άλλους για τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.
- Να υπενθυμίζουμε συνεχώς στον εαυτό μας ότι ο στόχος μας είναι, όχι να «αναμασούμε» και να υπομένουμε παθητικά τη ζωή, αλλά να δρούμε σύμφωνα με τις ανάγκες μας, όντας ενεργητικά άτομα, και να κάνουμε τις προθέσεις μας πραγματικότητα.
*Dr. Γρηγόρης Βασιλειάδης, M.Sc., Ph.D. - Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπευτής