Αν και όλοι γνωρίζουμε ότι αυτογνωσία σημαίνει γνώση του εαυτού, ο εαυτός μπορεί να οριστεί με δύο τρόπους: ως ο προγραμματισμός μας και τα χαρακτηριστικά του σώματος και του νου, ή ως η γνώση της ύπαρξης και η εξερεύνηση του Είμαι.
Είτε κάποιος ασχολείται με το να γνωρίσει τον προγραμματισμό του και πώς λειτουργεί το σύστημά του, είτε να γνωρίσει τι είναι αυτό που διαθέτει αυτή την ικανότητα της αναγνώρισης, απαιτείται να συμβεί κάποιο είδος ενδοσκόπησης. Δηλαδή, η προσοχή πρέπει να στραφεί "προς τα μέσα".
Πολλοί που έχουν ήδη ξεκινήσει να παρατηρούν τι συμβαίνει μέσα τους, νιώθουν παράλληλα την τάση που έχει η προσοχή να θέλει να στραφεί προς τα έξω. Επιπλέον, όλοι γνωρίζουμε ότι είναι πιο εύκολο να επαναλαμβάνει κάποιος τον προγραμματισμό του, παρά να αλλάξει τη στάση και τον τρόπο σκέψης του.
Αυτό οφείλεται σε τρεις κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι ο εγκέφαλος δεν αποκτάει την απαραίτητη εκπαίδευση για να κατανοήσει πώς λειτουργεί το σύστημα σώμα-νους in vivo (δηλαδή μέσα από την παρατήρηση, σε πραγματικό χρόνο). Ο εγκέφαλος μαθαίνει να αναλύει δεδομένα, να θυμάται ημερομηνίες και ονόματα, να φαντάζεται πράγματα, αλλά δεν μαθαίνει πώς λειτουργεί το σύστημα των πεποιθήσεων, των σκέψεων, των συναισθημάτων, τι είναι αυτό που λέμε "εαυτός", κ.τ.λ.
Ο δεύτερος λόγος είναι η δύναμη της συνήθειας σε συνδυασμό με την αίσθηση της ασφάλειας. Είναι πιο εύκολο να επαναλαμβάνεις κάτι το γνώριμο που προσφέρει μια φαινομενική αίσθηση ασφάλειας, παρά να αμφισβητήσεις τις σταθερές σου (πεποιθήσεις, συνήθειες, εξαρτήσεις, κ.ά), ακόμα και αν αυτές αποτελούν εμπόδια στην εξέλιξή σου και την επίτευξη της πραγματικής εσωτερικής ασφάλειας.
Ο δεύτερος λόγος είναι η δύναμη της συνήθειας σε συνδυασμό με την αίσθηση της ασφάλειας. Είναι πιο εύκολο να επαναλαμβάνεις κάτι το γνώριμο που προσφέρει μια φαινομενική αίσθηση ασφάλειας, παρά να αμφισβητήσεις τις σταθερές σου (πεποιθήσεις, συνήθειες, εξαρτήσεις, κ.ά), ακόμα και αν αυτές αποτελούν εμπόδια στην εξέλιξή σου και την επίτευξη της πραγματικής εσωτερικής ασφάλειας.
Ο τρίτος λόγος είναι ότι η προσοχή από μόνη της θέλει να στρέφεται προς τον κόσμο και να αναμιγνύεται μ' αυτόν, αντί να στέκεται αμέτοχη στη θέση της παρατήρησης. Αυτό οφείλεται στην εξέλιξη. Στην εξελικτική φάση που βρίσκεται τώρα ο άνθρωπος, η ζωή θέλει να έχει όσο περισσότερες εμπειρίες γίνεται και γι' αυτό ο κόσμος γίνεται όλο και πιο σύνθετος και πολύπλοκος. Η φαντασία δουλεύει συνέχεια, η μνήμη επίσης, οι ερμηνείες για διάφορες καταστάσεις είναι πάρα πολλές (πολύ περισσότερες απ' ό,τι χρειάζονται), και γενικά βλέπουμε ότι ο νους έχει την τάση να φλυαρεί αντί να αρκείται στην ωφέλιμη δραστηριότητα (δηλαδή στις πρακτικές σκέψεις και στις σκέψεις κατανόησης).
Γι' αυτό μας φαίνεται τόσο δύσκολο να κάνουμε διαλογισμό. Το "κάνω διαλογισμό" το εκλαμβάνουμε ως ένα "πρέπει". Νιώθουμε ότι το να καθόμαστε και να παρατηρούμε μόνο, εναντιώνεται στην έμφυτη τάση που έχουμε να αλληλεπιδρούμε με τα αντικείμενα, τις εμπειρίες και τον κόσμο. Νιώθουμε σαν να πρέπει να βγούμε έξω από τον κόσμο και αυτό δεν μας αρέσει. Ενώ η προσοχή μας θέλει να γνωρίσει τον κόσμο και το σύστημά μας θέλει να έχει όσο περισσότερες εμπειρίες γίνεται, κάποιες σκέψεις επιδιώκουν να επιβάλουν στην προσοχή να κάτσει στάσιμη και επικεντρωμένη σε ένα μόνο αντικείμενο (π.χ. στην αναπνοή) για κάποιο χρονικό διάστημα.
Βιωματικά γνωρίζουμε ότι αυτό που ονομάζουμε "προσοχή", είναι αυτό που γνωρίζει τις εμπειρίες και τον κόσμο. Η προσοχή είναι ουσιαστικά η επίγνωση που εστιάζει σε διάφορα παρατηρούμενα αντικείμενα (σκέψεις, αισθήσεις, συναισθήματα, κ.ά). Είναι σαν τον φωτογραφικό φακό που εστιάζει για να αναγνωρίσει τα αντικείμενα που βρίσκονται μέσα σ' ένα πλάνο - όπου "πλάνο" βάλτε "χώρος" ή "πεδίο" της επίγνωσης.
Γιατί λοιπόν να θέλουμε να στρέψουμε την προσοχή μας προς τα μέσα, από τη στιγμή που αυτή θέλει να στρέφεται προς τα έξω; Ο λόγος είναι ότι όταν η προσοχή στρέφεται προς τα έξω, δεν γνωρίζει απλώς τον κόσμο, αλλά αναμιγνύεται μ' αυτόν και δημιουργείται έτσι ένα μπερδεμένο εγώ. Δημιουργείται η αίσθηση ενός εαυτού που αποτελείται από ταυτότητες, ρόλους, πεποιθήσεις και άλλα στοιχεία του κόσμου της μορφοποιημένης ενέργειας (όλα αυτά προέρχονται από την ενέργεια που παίρνει τη μορφή των σκέψεων, των πεποιθήσεων, των σωμάτων, κ.τ.λ). Τελικά, αντί η επίγνωση να γνωρίζει τον κόσμο μέσα από την εστίαση της προσοχής, δημιουργεί έναν πυρήνα, ένα εγώ, που υποφέρει γιατί έχει αναμειχθεί με τις διάφορες ενεργειακές μορφές.
Γι' αυτό οι έννοιες της κάθαρσης, της επιστροφής στην πηγή ή της επαφής με τον εαυτό μας, έχουν τόσο μεγάλη θεραπευτική αξία. Όταν αυτό που ζει τη ζωή χάνει την καθαρότητά του, δηλαδή χάνει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο και τις εμπειρίες, εμφανίζονται τα συμπτώματα. Και για να φύγουν τα συμπτώματα πρέπει αυτό το εγώ, η επίγνωση, να διαχωριστεί από τις εμπειρίες και αυτό γίνεται μέσα από την παρατήρηση των εμπειριών. Όταν παρατηρείς μια σκέψη, ξέρεις ότι δεν είσαι η σκέψη. Όταν παρατηρείς μια αίσθηση του σώματος, ξέρεις ότι δεν είσαι η αίσθηση του σώματος. Γιατί; Επειδή το εγώ της επίγνωσης που κάνει την παρατήρηση, έχει διαχωριστεί και αποταυτιστεί από το παρατηρούμενο αντικείμενο.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι η επίγνωση διαχωρίζεται από τις μορφές ενέργειας, μόνο όταν εμφανιστούν κάποια συμπτώματα που κάνουν το σύστημα σώμα-νους δυσλειτουργικό. Με άλλα λόγια, η δυστυχία είναι η δικλείδα ασφαλείας του συστήματος που φέρνει την επίγνωση ξανά στην αποταυτισμένη της μορφή. Η ανάγκη για αυτογνωσία και διαλογισμό εμφανίζεται σ' αυτούς που έχουν χάσει την επαφή με τον αληθινό τους εαυτό και ζουν με ένα εγώ που ονειρεύεται και είναι σε σύγχυση. Όσοι δεν ασχολούνται με την αυτογνωσία δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ένα εγώ που ονειρεύεται. Απλώς το όνειρο που ζουν κυλάει λίγο-πολύ ικανοποιητικά και λειτουργικά.
Νίκος Μπάτρας
Διαχειριστής www.aytepignosi.com
Διαβάστε επίσης: