Το κάνουμε κατά καιρούς όλοι, ανεπίγνωστα. Ταυτίζουμε τους ανθρώπους με τις συμπεριφορές τους. Όταν κάποιος κάνει κάτι, σπεύδουμε να τον χαρακτηρίσουμε. Από τη συμπεριφορά δημιουργούμε μια ταυτότητα που αφορά τον άνθρωπο στο σύνολό του.
Το ότι δεν είμαστε οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας, είναι κάτι που το έχουμε αναφέρει και αναλύσει σε αρκετά άρθρα. Και ο διαλογισμός μπορεί να μας βοηθήσει να το δούμε αυτό ξεκάθαρα, καθώς παρατηρούμε τις σκέψεις να έρχονται και να φεύγουν. Με τα συναισθήματα κάνουμε το ίδιο: τα παρατηρούμε και τα νιώθουμε στρέφοντας την προσοχή μας πάνω τους, με αγάπη, συμπόνια και αποδοχή. Μόλις όμως τελειώσουμε το διαλογισμό και επιστρέψουμε στις καθημερινές μας δραστηριότητες, έρχονται πάλι όλα στην επιφάνεια - πιο αποδυναμωμένα ίσως, αλλά έρχονται. Και κυρίως έρχονται οι ίδιες συμπεριφορές με τις οποίες έχουμε ταυτιστεί πολύ έντονα από την παιδική μας ηλικία.
Φράσεις όπως "είσαι καλός επειδή έκανες αυτό", ή "είσαι κακός επειδή έκανες το άλλο", τις λένε πολύ συχνά οι γονείς στα παιδιά τους και δηλώνουν την ταύτιση με τη συμπεριφορά. Από το "τι έκανες" περνάνε στο "τι είσαι". Αν έκανες κάτι που εγκρίνω, είσαι καλός. Αν έκανες κάτι που δεν εγκρίνω, είσαι κακός. Και μέσα από αυτή την απλή σχέση αιτίας ("κάνω") και αποτελέσματος ("είμαι"), προγραμματίζεται ανάλογα ο νους των παιδιών και διαμορφώνονται οι μελλοντικές στάσεις και συμπεριφορές τους. Μάλιστα, οι γονείς μπορούν να περάσουν έτσι στα παιδιά τους το μήνυμα "είσαι η συνέχειά μου και πρέπει να συμπεριφέρεσαι με ένα τρόπο που εγκρίνω, διαφορετικά κινδυνεύεις να χάσεις την ασφάλεια που σου παρέχω".
Επειδή η πρώτη προτεραιότητα των παιδιών είναι η ασφάλεια μέσα από την έγκριση και την αποδοχή των γονιών τους, τα παιδιά δυσκολεύονται πολύ να μη συμμορφωθούν σύμφωνα με τις απαιτήσεις, τις προσδοκίες και τα κριτήρια των γονιών τους. Αν οι γονείς έχουν κριτήρια που εξυπηρετούν κάποια δικά τους ανεπίγνωστα μοτίβα σκέψεων και συναισθημάτων ανεπάρκειας και φόβου, τότε τα παιδιά θα αναπτύξουν τα αντίστοιχα μοτίβα για να μη χάσουν την ασφάλεια που τους παρέχουν οι γονείς. Αν οι γονείς δεν ταλαιπωρούνται από αισθήματα ανεπάρκειας και φόβου, τότε θα είναι πιο δεκτικοί απέναντι στα παιδιά και δεν θα κρίνουν τις συμπεριφορές τους.
Για παράδειγμα, ένας γονιός που φοβάται την κριτική των άλλων, θα κρίνει αρνητικά τα παιδιά του αν αυτά συμπεριφέρονται με τρόπο που αντιτίθεται στα δικά του κριτήρια, που σκοπό έχουν να τον προστατέψουν από την κριτική των άλλων. Αυτό θα περάσει το μήνυμα στα παιδιά ότι οι συμπεριφορές τους -ακόμα και αν δεν κάνουν κάτι κακό- είναι κακές και θα τους δημιουργήσει την ταυτότητα του "κακού παιδιού", ή του "καλού παιδιού υπό όρους και προϋποθέσεις" ("είσαι καλό παιδί μόνο αν κάνεις αυτό, ή μόνο αν δεν κάνεις το άλλο").
Οι ψυχολογικές ταυτότητες αυτού του είδους μένουν βαθιά χαραγμένες στον νου μας, όπως εξάλλου συμβαίνει με όλες τις ταυτότητες (θρησκευτικές, εθνικές, κοινωνικές, πολιτικές, ή άλλες). Στο βάθος υπάρχει ο φόβος της απόρριψης που προέρχεται από την ενστικτώδη ανάγκη μας να γινόμαστε αποδεκτοί από τους ανθρώπους που μας παρέχουν ασφάλεια και φροντίδα (στοιχεία που εκλαμβάνουμε και ως αγάπη, ακόμα και αν περιορίζονται μόνο στις βασικές παροχές).
Για να διαλύσουμε αυτές τις ταυτότητες, όπως και στην περίπτωση των σκέψεων και των συναισθημάτων, τις παρατηρούμε και αναζητούμε να βρούμε μέσα τους το εγώ που υποτίθεται ότι αφορούν. Με άλλα λόγια, τις αναγνωρίζουμε ως στοιχεία μιας ανεπίγνωστης λειτουργίας του νου, που αποτελείται από σκέψεις γύρω από την ιδέα ενός εγωικού εαυτού (τι είμαστε - αν είμαστε καλοί ή κακοί ανάλογα με τη συμπεριφορά μας).
Αυτό που θα δούμε ξεκάθαρα μέσα από την παρατήρηση αυτών των μοτίβων, είναι ότι δεν είμαστε οι συμπεριφορές μας. Και το ίδιο ισχύει για τους άλλους, γι' αυτό είναι καλό να θυμόμαστε να ξεχωρίζουμε τις συμπεριφορές από αυτό που είναι στην πραγματικότητα οι άλλοι και να μην δημιουργούμε ταυτότητες μέσα από χαρακτηρισμούς.
Νίκος Μπάτρας
Διαχειριστής www.aytepignosi.com
Διαβάστε επίσης: