Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουμε στη ζωή μας είναι ότι ταυτιζόμαστε με τις συμπεριφορές μας ή με κάποια συμπτώματα που οφείλονται στην ανεπίγνωστη και αυτόματη λειτουργία του νου. Λέμε "είμαι καταθλιπτικός", "είμαι αγχωτικός", κ.ά. και αδυνατούμε να διαχωρίσουμε το σύμπτωμα ή τη συμπεριφορά από αυτό που είμαστε πραγματικά.
Το ίδιο λάθος κάνουμε και όταν κρίνουμε τους άλλους, χαρακτηρίζοντάς τους ή βάζοντάς τους μια ταμπέλα ανάλογα με κάποιο σύμπτωμα ή συμπεριφορά που εμφανίζουν. Και το ίδιο λάθος κάνουν ακόμα και κάποιοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας, οι οποίοι κρίνουν τους ασθενείς τους ανάλογα με τη συμπτωματολογία τους, αγνοώντας τον πραγματικό τους εαυτό πέρα από τα συμπτώματα, το παρελθόν και τις πεποιθήσεις τους.
Στις περιπτώσεις όπου αναφερόμαστε στον εαυτό μας και λέμε π.χ. "είμαι καταθλιπτικός", το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να αναρωτηθούμε "ποιος είναι καταθλιπτικός;" Όταν λέμε "είμαι", σε τι ακριβώς αναφερόμαστε; Αν η πρώτη απάντηση που έρχεται στο μυαλό μας είναι "εγώ", τότε μπορούμε να αναρωτηθούμε "τι είναι αυτό το εγώ που ισχυρίζεται ότι είναι καταθλιπτικό;" Είμαστε η λέξη "εγώ"; Όχι. Είναι το σώμα καταθλιπτικό; Όχι. Είναι ο νους; Αν είναι ο νους τότε δεν είμαστε εμείς, που σημαίνει ότι άλλο είμαστε εμείς και άλλο ο νους. Δηλαδή υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός τον οποίο αγνοούσαμε μέχρι τώρα και πιστεύαμε ότι είμαστε ο νους, ο οποίος μπορεί να λειτουργεί καταθλιπτικά.
Άλλο είναι να λέει κάποιος "κουβαλάω έναν καταθλιπτικό νου" και άλλο "είμαι καταθλιπτικός". Στην περίπτωση που εντοπίζουμε ότι το σύμπτωμα με το οποίο έχουμε ταυτιστεί οφείλεται στον νου, τότε έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε τη στάση μας απέναντί του, να γνωρίσουμε τι είναι ο νους, πώς λειτουργεί και γιατί μας προκαλεί τόση δυστυχία. Αν εξαιρέσουμε τους ανθρώπους που εμφανίζουν κατάθλιψη εξαιτίας κάποιας γενετικής ή παθολογικής αιτίας, όλοι οι υπόλοιποι υποφέρουν από την κατάθλιψη επειδή είναι ταυτισμένοι με κάποιες αρνητικές σκέψεις που παρουσιάζουν μια διαστρεβλωμένη εικόνα για την πραγματικότητα.
Αλλά σε όποιο σύμπτωμα και αν αναφερόμαστε, η αποταύτιση αποτελεί βασική προϋπόθεση για να επέλθει η αλλαγή και η θεραπεία. Η αποταύτιση φυσικά προϋποθέτει και τη γνώση του πραγματικού μας εαυτού, για να μην μείνουμε μετέωροι με το ερώτημα "αν δεν είμαι το σύμπτωμα, τότε ποιος είμαι;" Στην πραγματικότητα, αν προσπαθήσουμε να βρούμε τι είναι το "εγώ" που ισχυρίζεται ότι είναι π.χ. καταθλιπτικό, δεν θα βρούμε τίποτα. Το μόνο πράγμα που υπάρχει πέρα από το σύμπτωμα και τις σκέψεις που το συνοδεύουν, είναι η επίγνωση που κάνει την ύπαρξη του συμπτώματος γνωστή σε εμάς. Άρα, τι είμαστε εμείς που παρατηρούμε το σύμπτωμα και γνωρίζουμε ότι υπάρχει; Η ίδια η επίγνωση, γιατί μόνο αυτή μπορεί να γνωρίζει.
Την παραπάνω άσκηση αποταύτισης μπορούμε να την εφαρμόζουμε σε κάθε περίπτωση όπου ταυτιζόμαστε με ένα σύμπτωμα, ένα συναίσθημα ή μια συμπεριφορά. Π.χ. όταν λέμε "φοβάμαι", μπορούμε να αναρωτηθούμε "ποιος φοβάται; το σώμα; οι σκέψεις; τι είναι ακριβώς αυτό που φοβάται;" Ο φόβος είναι ένα συναίσθημα. Το σώμα φοβάται; Όχι. Το συναίσθημα φοβάται; Όχι, ένα συναίσθημα δεν φοβάται. Το συναίσθημα υπάρχει επειδή έχουν προηγηθεί κάποιες σκέψεις. Άρα, κάποια σκέψη φοβάται; Όχι, ούτε η σκέψη έχει την ιδιότητα να φοβάται. Η σκέψη είναι μία ερμηνεία που αποτελείται από λέξεις ή εικόνες της μνήμης. Μήπως είμαστε μία σκέψη; Όχι, γιατί όποτε θέλουμε παρατηρούμε τις σκέψεις να έρχονται και να φεύγουν.
Μ' αυτό τον τρόπο καταλήγουμε κάθε φορά στο συμπέρασμα ότι αυτό που υπάρχει πίσω από κάθε εμπειρία είναι μόνο η επίγνωση, αυτό που πραγματικά είμαστε, ο κοινός παρονομαστής όλων των εμπειριών μας. Βλέπουμε επίσης ξεκάθαρα ότι οι προσωποποιήσεις των συμπτωμάτων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών δεν μπορούν να σταθούν κάτω απ' το φως της επίγνωσης. Όταν τους αφαιρούμε τον κεντρικό "ήρωα", το υποτιθέμενο "άτομο", το οποίο τους έδινε λόγο ύπαρξης τον προηγούμενο καιρό, αρχίζουν να χάνουν τη δύναμή τους.
Διαβάστε επίσης: