Τα συναισθήματα είναι φαινόμενα που συμβαίνουν στο σώμα μας. Η κύρια τροφοδοτική τους πηγή είναι οι σκέψεις με τη μορφή ερμηνειών, αναμνήσεων, νοητών εικόνων, ή αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "η ιστορία μου".
Η θλίψη, ο θυμός, ο φόβος, ο πανικός, το άγχος, η νευρικότητα, ακόμα και μια μυϊκή ένταση στο σώμα, είναι φαινόμενα που μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διάφορα πράγματα γύρω από αυτά, όπως: πώς δημιουργήθηκαν, τι έφταιξε, ποιο γεγονός προηγήθηκε και γιατί τα πράγματα έγιναν έτσι όπως έγιναν, αν κάποιος μας μίλησε άσχημα μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε γιατί μας μίλησε άσχημα, να αναρωτιόμαστε πότε θα φύγει αυτό το συναίσθημα, για πόσο ακόμα θα μας ταλαιπωρεί, κ.ο.κ. Κυριολεκτικά, μπορούμε να περάσουμε όλη μας τη ζωή μπλεγμένοι στις σκέψεις, αναζητώντας αιτίες, αποδίδοντας ευθύνες και κατηγορώντας τον εαυτό μας ή τους άλλους.
Υπάρχει όμως και ένας άλλος τρόπος για να τα αντιμετωπίζουμε όλα αυτά. Να στρέψουμε την προσοχή μας όχι στην ιστορία που κρύβεται από πίσω, αλλά σ' αυτό που μας επέτρεψε να αποκτήσουμε επίγνωση του συναισθήματος, δηλαδή στην ίδια την εμπειρία της αναγνώρισης (ή παρατήρησης). Η επίγνωση είναι αυτή που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε ότι νιώθουμε κάτι. Χωρίς αυτή θα ήμασταν απολύτως ταυτισμένοι με τα συναισθήματα (όπως συμβαίνει στα ζώα).
Το πρώτο επίπεδο της επίγνωσης, εκεί όπου δηλαδή η επίγνωση δεν έχει μεγάλη ισχύ, είναι όταν λέμε "είμαι θλιμμένος" ή "είμαι θυμωμένος". Αυτές οι εκφράσεις δηλώνουν μια ισχυρή ταύτιση με το συναίσθημα. Αν και η επίγνωση μάς επιτρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχει η θλίψη ή ο θυμός, το "είμαι" δεν μπορεί να διαχωριστεί από το συναίσθημα. Σ' αυτό το επίπεδο κυριαρχεί ο νους, δηλαδή οι δικαιολογίες, οι αναμνήσεις, τα επιχειρήματα, με λίγα λόγια "η ιστορία μας".
Στο επόμενο επίπεδο της επίγνωσης, αντί να λέμε "είμαι θλιμμένος", λέμε "νιώθω ότι υπάρχει θλίψη μέσα μου". Αυτό αποτελεί ήδη ένα σημαντικό βήμα αποταύτισης από το συναίσθημα, γιατί το "είμαι" δεν ταυτίζεται πια με το συναίσθημα, αλλά αρχίζει και πλησιάζει πιο πολύ στην επίγνωση, δηλαδή στην παρατήρηση του συναισθήματος. Αλλά και σ' αυτό το επίπεδο η επίγνωση δεν μπορεί να μας απελευθερώσει από την "ιστορία μας".
Το τρίτο και πιο απελευθερωτικό επίπεδο της επίγνωσης, είναι όταν στρέφουμε την προσοχή μας στην ίδια την επίγνωση. Εδώ δεν λέμε ούτε "είμαι θλιμμένος", ούτε "νιώθω ότι υπάρχει θλίψη μέσα μου", αλλά "έχω επίγνωση ότι αναγνωρίζω τη θλίψη". Έτσι σταματάμε την ανατροφοδότηση του συναισθήματος. Δεν μας ενδιαφέρει "η ιστορία μας", δεν προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε το συναίσθημα, ούτε να το διώξουμε, ούτε να του αντισταθούμε. Το αφήνουμε να εξελιχθεί χωρίς να το τροφοδοτούμε άλλο, του δίνουμε χώρο, μένουμε μ' αυτό όση ώρα χρειάζεται, ενώ σιγά σιγά στρέφουμε το ενδιαφέρον μας στην ίδια την επίγνωση. Πρακτικά, μπορούμε να επαναλάβουμε μερικές φορές από μέσα μας τη φράση "έχω επίγνωση ότι..." κατονομάζοντας το συναίσθημα και τονίζοντας το "έχω επίγνωση".
Η ερώτηση που συνοδεύει αυτή τη στάση είναι: πώς είναι να ξέρω ότι υπάρχει ένα συναίσθημα; Με άλλα λόγια, στρέφουμε την προσοχή μας από την εμπειρία του συναισθήματος, στην εμπειρία της γνώσης για την ύπαρξη του συναισθήματος. Αυτή η στάση κάνει το συναίσθημα να μείνει μετέωρο - είναι σαν να τραβάμε το χαλί κάτω από τα πόδια του.