Πολλοί ενήλικοι παίζουν ρόλους όταν μιλάνε σε μικρά παιδιά. Χρησιμοποιούν σαχλές λέξεις και ήχους. Τους μιλάνε αφ' υψηλού. Δεν τους φέρονται σαν να είναι ισότιμα. Το γεγονός ότι προσωρινά γνωρίζεις περισσότερα ή έχεις μεγαλύτερο μέγεθος δεν σημαίνει ότι το παιδί δεν είναι ισότιμο μ' εσένα.
Οι ενήλικοι στην πλειονότητά τους κάποια στιγμή στη ζωή τους βρίσκονται στη θέση του γονιού, κάτι που είναι ένας από τους πιο κοινούς ρόλους. Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι: Μπορείς να επιτελέσεις τη λειτουργία του γονιού και να την επιτελέσεις καλά, χωρίς να ταυτιστείς μ' αυτή, δηλαδή χωρίς να γίνει ρόλος; Μέρος της απαραίτητης λειτουργίας τού να είναι κανείς γονιός είναι να φροντίζει τις ανάγκες του παιδιού, να μην το αφήνει να κινδυνεύσει και, κάποιες φορές, να λέει στο παιδί τι να κάνει και τι να μην κάνει.
Όταν όμως το να είσαι γονιός γίνεται ταυτότητα, όταν η αίσθηση του εαυτού σου προέρχεται αποκλειστικά ή σε μεγάλο βαθμό απ' αυτό, η λειτουργία εύκολα αποκτά μεγάλη έμφαση, μεγαλοποιείται και σε καταλαμβάνει. Το να δίνεις στα παιδιά αυτό που χρειάζονται μετατρέπεται σε παραχάιδεμα. Το να τα εμποδίζεις από το να κινδυνέψουν γίνεται υπερπροστασία και παρεμβαίνει στην ανάγκη τους να εξερευνήσουν τον κόσμο και να δοκιμάσουν να κάνουν πράγματα για τον εαυτό τους. Το να τους λες τι να κάνουν και τι να μην κάνουν γίνεται έλεγχος, αυταρχισμός.
Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι ότι η ταυτότητα του ρόλου παραμένει για πολύ καιρό αφότου η ανάγκη γι' αυτές τις συγκεκριμένες λειτουργίες έχει περάσει. Οι γονείς δεν μπορούν να παραιτηθούν από το να είναι γονείς ακόμα και όταν το παιδί γίνεται ενήλικος. Δεν μπορούν να παραιτηθούν από την ανάγκη να τους έχει ανάγκη το παιδί τους. Ακόμα κι όταν το ενήλικο παιδί είναι σαράντα χρονών, οι γονείς δεν μπορούν να παραιτηθούν από την ιδέα "Ξέρω ποιο είναι το καλό σου". Ο ρόλος του γονιού εξακολουθεί να παίζεται ψυχαναγκαστικά, κι έτσι δεν υπάρχει αυθεντική σχέση.
Οι γονείς προσδιορίζουν τον εαυτό τους με αυτό το ρόλο και φοβούνται ασυνείδητα την απώλεια της ταυτότητας όταν πάψουν να είναι γονείς. Αν η επιθυμία τους να ελέγχουν ή να επηρεάζουν τις πράξεις του ενήλικου παιδιού τους εμποδιστεί -όπως συνήθως συμβαίνει- θα αρχίσουν να επικρίνουν ή να δείχνουν την αποδοκιμασία τους ή θα προσπαθήσουν να κάνουν το παιδί να αισθανθεί ένοχο, και όλα αυτά σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να διατηρήσουν το ρόλο τους, την ταυτότητά τους. Επιφανειακά φαίνεται σαν να νοιάζονται για το παιδί τους -και αυτό πιστεύουν και οι ίδιοι- αλλά στην πραγματικότητα νοιάζονται μόνο για τη διατήρηση της ταυτότητας που τους δίνει ο ρόλος. Όλα τα εγωικά κίνητρα είναι η αυτο-ενίσχυση και η ιδιοτέλεια, που μερικές φορές είναι έξυπνα μεταμφιεσμένες, ακόμα και για τον άνθρωπο στον οποίο λειτουργεί το Εγώ.
Μια μητέρα ή ένας πατέρας που ταυτίζεται με τον γονεϊκό ρόλο μπορεί να προσπαθήσει επίσης να γίνει πιο πλήρης μέσω των παιδιών του. Η ανάγκη του Εγώ να χειρίζεται τους άλλους έτσι ώστε να γεμίσουν την αίσθηση έλλειψης που βιώνει συνεχώς, κατευθύνεται τότε προς αυτά. Αν οι, ως επί το πλείστον ασυνείδητες, παραδοχές και τα κίνητρα πίσω από την ψυχαναγκαστική τάση του γονιού να χειραγωγεί τα παιδιά του γίνονταν συνειδητές και διατυπώνονταν μεγαλόφωνα, θα περιλάμβαναν πιθανώς μερικά από τα παρακάτω ή όλα: "Θέλω να πετύχεις ό,τι δεν πέτυχα εγώ. Θέλω να είσαι κάποιος στα μάτια του κόσμου, έτσι ώστε να μπορώ να είμαι κι εγώ κάποιος μέσα από σένα. Μη με απογοητεύσεις. Θυσίασα τόσα για σένα. Η αποδοκιμασία μου για σένα έχει σκοπό να σε κάνει να νιώσεις τόσο ένοχος και άβολα ώστε να συμμορφωθείς τελικά με τις επιθυμίες μου. Και εννοείται, βέβαια, ότι εγώ ξέρω ποιο είναι το καλό σου. Σ' αγαπώ και θα συνεχίσω να σ' αγαπώ αν κάνεις αυτό που ξέρω ότι είναι σωστό για σένα".
Όταν κάνεις συνειδητά αυτού του είδους τα ασυνείδητα κίνητρα, βλέπεις αμέσως πόσο παράλογα είναι. Το Εγώ που βρίσκεται πίσω τους γίνεται ορατό, όπως και η δυσλειτουργία του. Μερικοί γονείς στους οποίους μίλησα συνειδητοποίησαν ξαφνικά: "Θεέ μου, αυτό κάνω τόσο καιρό;" Από τη στιγμή που θα δεις τι κάνεις ή έκανες, βλέπεις επίσης και τη ματαιότητά του κι αυτό το ασυνείδητο πρότυπο παίρνει τέλος. Η επίγνωση είναι ο σπουδαιότερος παράγοντας για την αλλαγή.
*Από το βιβλίο "Για μια νέα ζωή", Έκχαρτ Τόλλε, Εκδ. Λιβάνη.
Διαβάστε επίσης: