Για να μάθουμε να διαχειριζόμαστε πιο αποτελεσματικά το άγχος και τις κρίσεις πανικού, πρέπει να κατανοήσουμε τα εξής τρία βασικά σημεία: 1) δεν είμαστε οι σκέψεις μας, 2) παρατηρώντας τις σκέψεις θεραπευόμαστε και 3) η αποταύτιση από τις σκέψεις απαιτεί χρόνο και πρακτική εξάσκηση.
1. Δεν είμαστε οι σκέψεις μας
Το άγχος και οι κρίσεις πανικού είναι αντιδράσεις του σώματος στα μηνύματα που του μεταδίδει ο νους για τυχόν επικείμενους κινδύνους. Με άλλα λόγια, όπως και σε όλα τα νευρωτικά συμπτώματα, στο υπόβαθρο υπάρχει ο φόβος. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε είναι ότι οι σκέψεις δεν λένε την αλήθεια. Είναι απλά προϊόντα της νοητικής λειτουργίας που προέρχονται από τον προγραμματισμό του νου και από τα αποθηκευμένα συναισθήματα που έχουν συσσωρευτεί τα προηγούμενα χρόνια της ζωής μας στο σώμα. Τα συναισθήματα αυτά μπορούμε να τα φανταστούμε ως αποθηκευμένη ενέργεια που εισέρχεται στον νου, χρησιμοποιεί τις νοητικές λειτουργίες (φαντασία, μνήμη, εκτιμήσεις, ερμηνείες, αναλύσεις, κριτική, κ.τ.λ.) και παίρνει τη μορφή των σκέψεων.
Στη συνέχεια, αν είμαστε ταυτισμένοι με τον νου (δηλαδή διαμορφώνουμε την ταυτότητά μας -το ποιοι είμαστε- από τις σκέψεις) πιστεύουμε ότι αυτές οι σκέψεις λένε την αλήθεια και εντοπίζουμε σ' αυτές τον εαυτό μας. Το λάθος, που στην πραγματικότητα δεν είναι λάθος αλλά είναι απλά μια ανεπίγνωστη διαδικασία άγνοιας, είναι ότι εντοπίζουμε τον εαυτό μας στις σκέψεις. Από αυτό ξεκινάνε όλα. Η ταύτιση είναι η πηγή της δυστυχίας μας που μπορεί να λάβει, ανάλογα με την ένταση και το περιεχόμενο των σκέψεων, πολλές και διάφορες μορφές (άγχος, κρίσεις πανικού, κατάθλιψη, βία, φανατισμό, κ.ά).
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε αυτό το μηχανισμό για να αντιληφθούμε ότι οι σκέψεις από μόνες τους δεν είναι προσωπικές, δεν απευθύνονται σε κανέναν προσωπικά, και ότι εμείς έχουμε τη δύναμη να σταματήσουμε να ψάχνουμε να βρούμε "ποιοι είμαστε" (δηλαδή την ταυτότητά μας) μέσα στις σκέψεις. Αν ο νους μάς δημιουργεί τόσο πόνο, δεν είναι γιατί παράγει εξωπραγματικές σκέψεις (που αυτό κάνει στην ουσία όταν νομίζουμε ότι κινδυνεύουμε ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία πραγματική απειλή), αλλά γιατί είμαστε ταυτισμένοι μαζί του.
Η ταύτιση με τον νου είναι ένα εξελικτικό υπόλειμμα και δεν μας είναι πλέον απαραίτητη για να ζήσουμε. Το μόνο που κάνει είναι να διαστρεβλώνει την αντίληψή μας για τον εαυτό μας και την πραγματικότητα. Ταυτόχρονα ανατροφοδοτεί τα συσσωρευμένα και αποθηκευμένα συναισθήματα του σώματος, ενισχύοντας έτσι την ψευδαίσθηση της ταυτότητας που βασίζεται στην πεποίθηση ότι είμαστε ξεχωριστοί - από τους άλλους και από τη ζωή συνολικά.
2. Η παρατήρηση των σκέψεων ως θεραπεία
Επειδή το άγχος και οι κρίσεις πανικού είναι συμπτώματα του ασυνείδητου μηχανισμού ταύτισης που περιγράψαμε προηγουμένως, η θεραπεία πρέπει αναγκαστικά να εμπεριέχει τη διάλυση της ψευδαίσθησης της ταυτότητας που προκύπτει από αυτή την ταύτιση. Ο καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό είναι να αναπτύξουμε την ικανότητά μας να παρατηρούμε τις σκέψεις που δημιουργεί ο νους. Ο διαλογισμός (ή "mindfulness", όπως τείνει να επικρατήσει ως πρακτική ο "διαλογισμός της καθημερινότητας") αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό τρόπο αποταύτισης από τον νου. Το θεωρητικό περίγραμμα τού "δεν είμαστε οι σκέψεις μας" αποκτά πρακτική εφαρμογή μέσω του διαλογισμού.
Με το διαλογισμό εστιάζουμε την προσοχή μας σε ένα αντικείμενο, π.χ. την αναπνοή μας, και έτσι είναι πιο εύκολο να αντιληφθούμε οτιδήποτε πάει να παρεμβληθεί μεταξύ της προσοχής μας και του αντικειμένου της προσοχής (της αναπνοής). Μ' αυτό τον τρόπο βλέπουμε πρακτικά την τεράστια "μαγνητική" δύναμη που ασκούν οι σκέψεις στην προσοχή μας και πόσο εύκολο είναι να ενδώσουμε στον πειρασμό να τις ακολουθήσουμε και να ταυτιστούμε μαζί τους. Στην πραγματικότητα, όταν λέμε "να τις ακολουθήσουμε" εννοούμε ότι πιστεύουμε τις σκέψεις ως αληθινές, γιατί τοποθετούμε σ' αυτές τον εαυτό μας. Η ταύτιση δηλαδή δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι οι εικόνες και οι σκέψεις του νου μάς αφορούν, ότι πρέπει να τις "ακούσουμε" γιατί ο νους λειτουργεί προς όφελός μας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη ψευδαίσθηση στην οποία μπορεί ο άνθρωπος να πιστέψει.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Η ταύτιση δημιουργεί αυτομάτως μια εξάρτηση από τον νου, που είναι μάλιστα υπαρξιακή. Γι' αυτό το μεγαλύτερο εμπόδιο στη διάλυση της ταύτισης με τον νου είναι η σκέψη (πάλι προϊόν του νου) ότι μπορεί να χάσουμε την ταυτότητά μας, τη ζωή μας, την ύπαρξή μας, την προσωπικότητά μας, αυτό που τόσα χρόνια μάς καθόριζε ποιοι είμαστε.
Πρακτικά, είναι πολύ αποτελεσματικό να μάθουμε να κατονομάζουμε τις σκέψεις που δημιουργεί ο νους. Για παράδειγμα, ενώ συγκεντρωνόμαστε στην αναπνοή μας, βλέπουμε ότι η προσοχή μας έφυγε από την αναπνοή και "χαθήκαμε" πάλι μέσα σε κάποια σκέψη, σενάριο ή φαντασίωση. Με το που αντιληφθούμε ότι η προσοχή μας έχει φύγει από την αναπνοή, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε τι είδους σκέψεις ήταν αυτές που μας παρέσυραν, να τις κατονομάσουμε σύντομα με μία ή δύο λέξεις και να επιστρέψουμε πάλι στην αναπνοή. Αυτό μπορεί να γίνει όχι μόνο κατά τη διάρκεια του διαλογισμού, αλλά οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. (Περισσότερες λεπτομέρειες και άρθρα για τον διαλογισμό μπορείτε να βρείτε στην κατηγορία "Διαλογισμός-Γιόγκα".)
3. Η αλλαγή απαιτεί χρόνο και πρακτική εξάσκηση
Ακριβώς επειδή οι σκέψεις δημιουργούν υπαρξιακή εξάρτηση, η αλλαγή είναι σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρή συχνότητα επανάληψης. Πρέπει να αλλάξει ο πυρήνας της ψυχοσύνθεσης για να σταματήσει να υπακούει το σώμα στα λανθασμένα μηνύματα που του στέλνει ο νους. Και η σύνδεση μέσω της οποίας γίνεται αυτή η "αποστολή μηνυμάτων" είναι η ταύτιση. Πρέπει λοιπόν να εξασθενήσει, ή να διαλυθεί, η ταύτιση, δηλαδή το Εγώ (οτιδήποτε αποτελεί αφορμή και ερέθισμα για τον νου να αντλήσει την ταυτότητά του, τροφοδοτεί το Εγώ). Είναι σημαντικό, για να μην απογοητευόμαστε, να έχουμε υπόψη μας ότι αυτού του τύπου οι αλλαγές -σε αντίθεση με ό,τι ελπίζουμε ή επιθυμούμε λόγω ελλιπούς κατανόησης του πώς λειτουργούν τα πράγματα- απαιτούν πολλές επαναλήψεις.
Οι περισσότερες ψυχοθεραπευτικές μέθοδοι έχουν σαν σκοπό την αλλαγή της αυτοεικόνας ή των πυρηνικών πεποιθήσεων και όχι την εξασθένιση ή τη διάλυση αυτού του μηχανισμού ταύτισης. Έτσι, τείνουν να είναι περισσότερο μέθοδοι λίγο-πολύ επιφανειακής παρέμβασης και όχι αποκάλυψης της πραγματικής μας φύσης. Αγνοούν ή παραβλέπουν ότι το πρόβλημα στον πυρήνα του είναι υπαρξιακό και όχι ζήτημα αυτοεικόνας. Στην καλύτερη περίπτωση, αλλάζοντας τον τρόπο που βλέπει κάποιος τον εαυτό του, θα καταφέρει να κάνει τον μικρόκοσμό του πιο λειτουργικό, χωρίς όμως να εξέλθει ποτέ από την ψευδαίσθηση του υπαρξιακού διαχωρισμού από τη ζωή.
Η θεραπεία, όποια μέθοδος και αν ακολουθηθεί, δεν μπορεί παρά να αποβλέπει στην ανάπτυξη της συνειδητότητας, δηλαδή να γίνει κανείς πιο συνειδητός, να έρθει πιο κοντά στην πραγματική του φύση, που είναι η φύση της επίγνωσης και όχι της ταύτισης με κάποια προσωρινή μορφή (όπως είναι οι σκέψεις). Για όσους πάσχουν λοιπόν από αγχώδεις διαταραχές ή κρίσεις πανικού, διαθέτουν το απαραίτητο κίνητρο και τους δίνεται η ευκαιρία να έρθουν πιο κοντά στην πραγματική τους φύση και να αντιληφθούν ότι όλα αυτά που μέχρι τώρα τους προκαλούσαν φόβο, δεν ήταν τίποτα άλλο από μια ανεπίγνωστη παρερμηνεία της πραγματικότητας.
*Το παραπάνω άρθρο περιλαμβάνει αποσπάσματα από το βιβλίο "Επίγνωση - Ανακαλύπτοντας τον αληθινό μας εαυτό", Νίκος Μπάτρας, εκδ. iWrite
Νίκος Μπάτρας
Διαχειριστής www.aytepignosi.com
Διαβάστε επίσης: