Ο βασικός λόγος που ασχολήθηκα με τον διαλογισμό ήταν το στρες. Ήμουν καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνιας, με δύο μικρά παιδιά και έπρεπε να οργανώσω το εργαστήριό μου.
Μετά από μια παρουσίαση ενός συναδέλφου για τον διαλογισμό, αγόρασα ένα βιβλίο και ένα CD για αρχάριους. Μέσα σε δυο μήνες περίπου είδα τα πρώτα αποτελέσματα. Ενώ εργαζόμουν όπως και πριν και η ζωή μου ήταν εξίσου δραστήρια και γεμάτη, εγώ ήμουν πολύ πιο ήρεμη και σταθερή μέσα μου, γιατί είχα αλλάξει τη σχέση μου με όλα αυτά. Και έτσι σκέφτηκα, γιατί να ασχοληθώ με τη βασική έρευνα που είχα ήδη ξεκινήσει και να μην ασχοληθώ μ' αυτό; Και ξεκίνησα την έρευνα στην ανάπτυξη τεχνικών που θα βελτίωναν την ικανότητά μας να εστιάζουμε την προσοχή μας σε κάτι.
Τι μας προσφέρει λοιπόν ο διαλογισμός; Πρώτον, με τον διαλογισμό αναπτύσσουμε την ικανότητά μας να στρέφουμε την προσοχή μας εκεί που θέλουμε, κατά βούληση. Η προσοχή λειτουργεί όπως ένας φακός. Αν τον έλεγχο της κίνησης του φακού τον έχει ο νους σας, και τον περιστρέφει ασταμάτητα όπου να 'ναι, δεν ωφελείστε σε τίποτα. Στην κατάθλιψη συμβαίνει ακριβώς αυτό. Είναι σαν να κατευθύνει ο νους τον φακό συνεχώς σε καταθλιπτικές και αρνητικές σκέψεις και επιπλέον ο καταθλιπτικός αισθάνεται ότι δεν μπορεί να ελέγξει αυτή την κίνηση.
Δεύτερον, ο διαλογισμός μάς βοηθάει να αποκτήσουμε μεγαλύτερη επίγνωση για το τι συμβαίνει στο τώρα. Έτσι, μπορούμε να γνωρίζουμε πού βρίσκεται ο νους μας την κάθε στιγμή και να ξέρουμε πότε ανησυχούμε για κάτι ή αν ζούμε στο εδώ και τώρα.
Και τρίτον, με τον διαλογισμό μαθαίνουμε να κρίνουμε διαφορετικά τις καταστάσεις στη ζωή μας. Αν, για παράδειγμα, χαρακτηρίζουμε κάτι που μας συνέβη ως το πιο φοβερό πράγμα που έχει γίνει ποτέ, μπορούμε να αλλάξουμε τη σημασία που του δώσαμε και να αναρωτηθούμε μήπως τελικά είναι το καλύτερο πράγμα που έγινε ποτέ. Ή εκεί που νομίζουμε ότι υπάρχουν συνέπειες από ένα γεγονός, να αντιληφθούμε ότι τελικά δεν υπάρχουν συνέπειες. Ή επίσης, να μάθουμε να αξιολογούμε μια κατάσταση πιο αντικειμενικά και να μην την παίρνουμε τόσο πολύ προσωπικά.
*Απόσπασμα από μαγνητοσκοπημένη ομιλία των καθηγητών
Μετάφραση: Νίκος Μπάτρας